πηνίον: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
(6_6)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πηνίον''': Δωρικ. [[πανίον]], τό, ὑποκοριστικ. (μόνον κατὰ τύπον) τοῦ [[πῆνος]] ἢ [[πήνη]]. ἄτρακτος, κοινῶς «ἀδράχτι», «ἄτρακτος· εἰς ὃν εἱλεῖται ἡ [[κρόκη]]» Ἡσύχ.· [[πηνίον]] ἐξέλκουσα πάρεκ μίτον, ἐπὶ γυναικὸς νηθούσης, Ἰλ. Ψ. 762· ἐν τῷ πληθ., τὰ τροχαῖα [[πανία]] Ἀνθ. Π. 288, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 5, Ἀνθ. Π. 6. 285, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. σ. 1101. ΙΙ. [[εἶδος]] κώνωπος, Phalaena geometra, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 9, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. ΙΙΙ. κόσμημά τι ἐπιτιθέμενον ἐπὶ πλακουντίων, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 79, Ἡσύχ.
|lstext='''πηνίον''': Δωρικ. [[πανίον]], τό, ὑποκοριστικ. (μόνον κατὰ τύπον) τοῦ [[πῆνος]] ἢ [[πήνη]]. ἄτρακτος, κοινῶς «ἀδράχτι», «ἄτρακτος· εἰς ὃν εἱλεῖται ἡ [[κρόκη]]» Ἡσύχ.· [[πηνίον]] ἐξέλκουσα πάρεκ μίτον, ἐπὶ γυναικὸς νηθούσης, Ἰλ. Ψ. 762· ἐν τῷ πληθ., τὰ τροχαῖα [[πανία]] Ἀνθ. Π. 288, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 5, Ἀνθ. Π. 6. 285, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. σ. 1101. ΙΙ. [[εἶδος]] κώνωπος, Phalaena geometra, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 9, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. ΙΙΙ. κόσμημά τι ἐπιτιθέμενον ἐπὶ πλακουντίων, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 79, Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />fil roulé sur le fuseau.<br />'''Étymologie:''' [[πήνη]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηνίον Medium diacritics: πηνίον Low diacritics: πηνίον Capitals: ΠΗΝΙΟΝ
Transliteration A: pēníon Transliteration B: pēnion Transliteration C: pinion Beta Code: phni/on

English (LSJ)

Dor. πᾱνίον,

   A to/, Dim. (in form) of πῆνος or πήνη, bobbin, spool (ἄτρακτος, εἰς ὃν εἰλεῖται ἡ κρόκη Hsch.), π. ἐξέλκουσα παρὲκ μίτον Il.23.762 : pl., τὰ τροχαῖα πανία AP6.288 (Leon.), cf. Thphr.HP6.4.5, AP6.285 (Nicarch.(?)); prob. in POxy.1740.6 (iii/iv A. D.).    2 quill, IG22.1522.22.    II a kind of pupa, perh. of currant-moth, Abraxas grossulariata, Ar.Fr.377, Arist.HA551b6.    III ornament put on cakes, Poll.6.79, Hsch.

German (Pape)

[Seite 611] τό, 1) Diminutivform von πῆνος oder πήνη, der auf die Spule gewickelte Faden des Einschlags; Il. 23, 762, wo es Andere für die Spule oder Spindel selbst erklärten; sp. D., wie Nicarch. 10 (VI, 285). – 2) ein Insect; Ath. XV, 667 f; Arist. H. A. 5, 19, zu den κώνωπες gerechnet.

Greek (Liddell-Scott)

πηνίον: Δωρικ. πανίον, τό, ὑποκοριστικ. (μόνον κατὰ τύπον) τοῦ πῆνοςπήνη. ἄτρακτος, κοινῶς «ἀδράχτι», «ἄτρακτος· εἰς ὃν εἱλεῖται ἡ κρόκη» Ἡσύχ.· πηνίον ἐξέλκουσα πάρεκ μίτον, ἐπὶ γυναικὸς νηθούσης, Ἰλ. Ψ. 762· ἐν τῷ πληθ., τὰ τροχαῖα πανία Ἀνθ. Π. 288, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 5, Ἀνθ. Π. 6. 285, Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. σ. 1101. ΙΙ. εἶδος κώνωπος, Phalaena geometra, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 9, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. ΙΙΙ. κόσμημά τι ἐπιτιθέμενον ἐπὶ πλακουντίων, Πολυδ. Ϛ΄, 79, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fil roulé sur le fuseau.
Étymologie: πήνη.