μέσακτος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μέσακτος''': -ον, ([[ἀκτὴ]]) μεταξὺ δύο ἀκτῶν, ἐν μέσῃ θαλάσσῃ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 889· μεσάκτιος, ον, Σχολ. ἐν τόπῳ. ΙΙ. ([[ἄγνυμι]]) ὁ ἐν μέσῳ τεθραυσμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 208.
|lstext='''μέσακτος''': -ον, ([[ἀκτὴ]]) μεταξὺ δύο ἀκτῶν, ἐν μέσῃ θαλάσσῃ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 889· μεσάκτιος, ον, Σχολ. ἐν τόπῳ. ΙΙ. ([[ἄγνυμι]]) ὁ ἐν μέσῳ τεθραυσμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 208.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />situé entre deux rivages.<br />'''Étymologie:''' [[μέσος]], [[ἀκτή]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέσακτος Medium diacritics: μέσακτος Low diacritics: μέσακτος Capitals: ΜΕΣΑΚΤΟΣ
Transliteration A: mésaktos Transliteration B: mesaktos Transliteration C: mesaktos Beta Code: me/saktos

English (LSJ)

ον, (ἀκτή)

   A half-way between two shores, in mid-sea, A. Pers.889 (lyr.): μεσάκτιος, ον, Sch. ad loc.    II (ἄγνυμι) broken mid-way, πλευρά A.Fr.210.

German (Pape)

[Seite 136] 1) (ἀκτή) in der Mitte des Ufers oder zwischen zwei Ufern liegend, τὰς ἀγχιάλους ἐκράτυνε μεσάκτους, Aesch. Pers. 861. – 2) (ἀκτός) in der Mitte gebrochen, πλευρά, Aesch. frg. 194.

Greek (Liddell-Scott)

μέσακτος: -ον, (ἀκτὴ) μεταξὺ δύο ἀκτῶν, ἐν μέσῃ θαλάσσῃ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 889· μεσάκτιος, ον, Σχολ. ἐν τόπῳ. ΙΙ. (ἄγνυμι) ὁ ἐν μέσῳ τεθραυσμένος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 208.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
situé entre deux rivages.
Étymologie: μέσος, ἀκτή.