μαθητής: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μᾰθητής''': -οῦ, ὁ, (μαθεῖν) ὡς καὶ νῦν, ὁ μανθάνων, διδασκόμενος, Λατ. discipulus, τῆς Ἑλλάδος Ἡρόδ. 4. 77· [[συχνάκις]] παρ’ Ἀττ. οἱ μαθηταὶ τῶν φιλοσόφων καὶ ῥητοροδιδασκάλων, οἱ Πρωταγόρου μ. Πλάτ. Πρωτ. 315Α, κ. ἀλλ.· μαθητὰς ἐμοὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 33Α· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγματος, τούτου τοῦ μαθήματος μ., σπουδαστὴς τούτου τοῦ μαθήματος, ὁ αὐτ ἐν Πολ. 618C· μ. ἰατρικῆς, σπουδαστὴς τῆς ἰατρικῆς, [[αὐτόθι]] 599C· οὕτω, μ. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 186Ε. | |lstext='''μᾰθητής''': -οῦ, ὁ, (μαθεῖν) ὡς καὶ νῦν, ὁ μανθάνων, διδασκόμενος, Λατ. discipulus, τῆς Ἑλλάδος Ἡρόδ. 4. 77· [[συχνάκις]] παρ’ Ἀττ. οἱ μαθηταὶ τῶν φιλοσόφων καὶ ῥητοροδιδασκάλων, οἱ Πρωταγόρου μ. Πλάτ. Πρωτ. 315Α, κ. ἀλλ.· μαθητὰς ἐμοὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 33Α· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν. πράγματος, τούτου τοῦ μαθήματος μ., σπουδαστὴς τούτου τοῦ μαθήματος, ὁ αὐτ ἐν Πολ. 618C· μ. ἰατρικῆς, σπουδαστὴς τῆς ἰατρικῆς, [[αὐτόθι]] 599C· οὕτω, μ. [[περί]] τινος ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 186Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> disciple (d’un maître);<br /><b>2</b> qui apprend, étudiant <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[μανθάνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A learner, pupil, τῆς Ἑλλάδος Hdt.4.77, Mosch.3.95, etc.; of dancing, SIG1094.6 (Eleusis, iv B. C.): freq. in Att. of the pupils of philosophers and rhetoricians, οὐ θέμις πλὴν τοῖς μ. λέγειν Ar.Nu.140; οἱ Πρωταγόρου μ. Pl.Prt. 315a, al.; ἐμοὺς μαθητάς Id.Ap.33a: c. gen. rei, τούτου τοῦ μαθήματος μ. a studentofit, Id.R.618c; μ. ἰατρικῆς a student of medicine, ib.599c; μ. περί τινος Id.La.186e; apprentice, POxy.725.15 (ii A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
μᾰθητής: -οῦ, ὁ, (μαθεῖν) ὡς καὶ νῦν, ὁ μανθάνων, διδασκόμενος, Λατ. discipulus, τῆς Ἑλλάδος Ἡρόδ. 4. 77· συχνάκις παρ’ Ἀττ. οἱ μαθηταὶ τῶν φιλοσόφων καὶ ῥητοροδιδασκάλων, οἱ Πρωταγόρου μ. Πλάτ. Πρωτ. 315Α, κ. ἀλλ.· μαθητὰς ἐμοὺς ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 33Α· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγματος, τούτου τοῦ μαθήματος μ., σπουδαστὴς τούτου τοῦ μαθήματος, ὁ αὐτ ἐν Πολ. 618C· μ. ἰατρικῆς, σπουδαστὴς τῆς ἰατρικῆς, αὐτόθι 599C· οὕτω, μ. περί τινος ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 186Ε.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 disciple (d’un maître);
2 qui apprend, étudiant en gén.
Étymologie: μανθάνω.