μινυρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μῐνῠρίζω''': κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.: ἀόρ. α΄ παρὰ Πλουτ. 2. 56F: ([[μινυρός]]). Παραπονοῦμαι χαμηλῇ τῇ φωνῇ, θρηνῶ, [[ἀποδύρομαι]] [[ἠρέμα]], [[κλαίω]] μὲ σιγηλὴν καὶ οἰκτρὰν φωνήν, μή μοι... παρεζόμενος μινύριζε Ἰλ. Ε. 889· περὶ δὲ δμωαὶ μινύριζον Ὀδ. Δ. 719· [[καθόλου]], ᾄδω [[ἠρέμα]] καὶ χαμηλῇ τῇ φωνῇ, «τραγουδῶ» μὲ λεπτὴν καὶ ἥσυχον φωνήν, [[ὑποτονθορύζω]] ᾠδήν, Λατ. minurire, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1414, Πλάτ. Πολ. 411Α· μ. [[μέλη]] Ἀριστοφ. Σφ. 219· ἐπὶ τῆς φωνῆς τοῦ ὑπαέτου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεληκέναι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 3 καὶ 4. Πρβλ. [[μινύρομαι]], [[κινυρίζω]], Λατ. minurio.
|lstext='''μῐνῠρίζω''': κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.: ἀόρ. α΄ παρὰ Πλουτ. 2. 56F: ([[μινυρός]]). Παραπονοῦμαι χαμηλῇ τῇ φωνῇ, θρηνῶ, [[ἀποδύρομαι]] [[ἠρέμα]], [[κλαίω]] μὲ σιγηλὴν καὶ οἰκτρὰν φωνήν, μή μοι... παρεζόμενος μινύριζε Ἰλ. Ε. 889· περὶ δὲ δμωαὶ μινύριζον Ὀδ. Δ. 719· [[καθόλου]], ᾄδω [[ἠρέμα]] καὶ χαμηλῇ τῇ φωνῇ, «τραγουδῶ» μὲ λεπτὴν καὶ ἥσυχον φωνήν, [[ὑποτονθορύζω]] ᾠδήν, Λατ. minurire, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1414, Πλάτ. Πολ. 411Α· μ. [[μέλη]] Ἀριστοφ. Σφ. 219· ἐπὶ τῆς φωνῆς τοῦ ὑπαέτου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεληκέναι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 3 καὶ 4. Πρβλ. [[μινύρομαι]], [[κινυρίζω]], Λατ. minurio.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés., impf. et ao. réc.</i> ἐμινύρισα;<br /><b>1</b> murmurer d’une voix plaintive;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> fredonner, gazouiller, acc..<br />'''Étymologie:''' [[μινυρός]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῐνυρίζω Medium diacritics: μινυρίζω Low diacritics: μινυρίζω Capitals: ΜΙΝΥΡΙΖΩ
Transliteration A: minyrízō Transliteration B: minyrizō Transliteration C: minyrizo Beta Code: minuri/zw

English (LSJ)

mostly pres. and impf.: aor. 1, Plu.2.56f: (μινυρός):—

   A complain in a low tone, whimper, whine, μή μοι . . παρεζόμενος μινύριζε Il.5.889; περὶ δὲ δμῳαὶ μινύριζον Od.4.719.    2 sing in a low tone, warble, hum, Ar.Av.1414, Pl.R.411a; μ. μέλη Ar.V.219; opp. λεληκέναι, Arist.HA618b31; of the voice of the ὑπάετος, ib.619a3.

German (Pape)

[Seite 188] mit leiser Stimme klagen, winseln, wimmern;Il. 5, 889 Od. 4, 719; μινυρίζοντες μέλη, Ar. Vesp. 919; Av. 1414; auch in Prosa, Plat. Rep. III, 411 a; Plut. Num. 4 u. a. Sp. geradezu für singen, mit dem Nebenbegriff des Schwachen, Schlechten. Bei Arist. H. A. 9, 32 neben βοᾶν von einem Adler.

Greek (Liddell-Scott)

μῐνῠρίζω: κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.: ἀόρ. α΄ παρὰ Πλουτ. 2. 56F: (μινυρός). Παραπονοῦμαι χαμηλῇ τῇ φωνῇ, θρηνῶ, ἀποδύρομαι ἠρέμα, κλαίω μὲ σιγηλὴν καὶ οἰκτρὰν φωνήν, μή μοι... παρεζόμενος μινύριζε Ἰλ. Ε. 889· περὶ δὲ δμωαὶ μινύριζον Ὀδ. Δ. 719· καθόλου, ᾄδω ἠρέμα καὶ χαμηλῇ τῇ φωνῇ, «τραγουδῶ» μὲ λεπτὴν καὶ ἥσυχον φωνήν, ὑποτονθορύζω ᾠδήν, Λατ. minurire, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1414, Πλάτ. Πολ. 411Α· μ. μέλη Ἀριστοφ. Σφ. 219· ἐπὶ τῆς φωνῆς τοῦ ὑπαέτου, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λεληκέναι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 32, 3 καὶ 4. Πρβλ. μινύρομαι, κινυρίζω, Λατ. minurio.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et ao. réc. ἐμινύρισα;
1 murmurer d’une voix plaintive;
2 p. ext. fredonner, gazouiller, acc..
Étymologie: μινυρός.