κινυρίζω
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
= κινύρομαι (utter a plaintive sound, lament, bewail), read by Zenod. in Il. 9.612.
German (Pape)
[Seite 1441] = Folgdm; Schol. Il. 9, 612 geben ὀδυρόμενος, κινυρίζων als v.l. des Zenodot. für ὀδυρόμενος καὶ ἀχεύων.
Greek (Liddell-Scott)
κινυρίζω: τῷ ἑπομ., ὡς ὁ Ζηνόδ. ἀνεγίνωσκεν ἐν Ἰλ. Ι. 612.