ἀξυγκρότητος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀξυγκρότητος''': -ον, [[ἀντί]] ἀσυγκ-, ὁ μὴ συγκολληθεὶς διὰ σφυρηλατήσεως, μεταφ. ἐπὶ ἐρετῶν, μὴ ἠσκημένος νὰ κωπηλατῇ ταὐτοχρόνως [[μετὰ]] τῶν ἄλλων, Θουκ. 8. 95: ἐπὶ ὕφους, μὴ συναφὲς καὶ [[πυκνόν]], ἀλλὰ χαλαρὸν καὶ ἀσυνάρτητον, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19. | |lstext='''ἀξυγκρότητος''': -ον, [[ἀντί]] ἀσυγκ-, ὁ μὴ συγκολληθεὶς διὰ σφυρηλατήσεως, μεταφ. ἐπὶ ἐρετῶν, μὴ ἠσκημένος νὰ κωπηλατῇ ταὐτοχρόνως [[μετὰ]] τῶν ἄλλων, Θουκ. 8. 95: ἐπὶ ὕφους, μὴ συναφὲς καὶ [[πυκνόν]], ἀλλὰ χαλαρὸν καὶ ἀσυνάρτητον, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>anc. att. p.</i> [[ἀσυγκρότητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, for ἀσυγκ-,
A not welded together by the hammer: metaph. of rowers, not trained to pull together, Th.8.95; of style, not compact, rambling, D.H.Dem.19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξυγκρότητος: -ον, ἀντί ἀσυγκ-, ὁ μὴ συγκολληθεὶς διὰ σφυρηλατήσεως, μεταφ. ἐπὶ ἐρετῶν, μὴ ἠσκημένος νὰ κωπηλατῇ ταὐτοχρόνως μετὰ τῶν ἄλλων, Θουκ. 8. 95: ἐπὶ ὕφους, μὴ συναφὲς καὶ πυκνόν, ἀλλὰ χαλαρὸν καὶ ἀσυνάρτητον, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 19.
French (Bailly abrégé)
anc. att. p. ἀσυγκρότητος.