ἑνός: Difference between revisions

From LSJ
(6_15)
 
(Bailly1_2)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑνός''': ὁ, λέγεται ὅτι [[εἶναι]] = τῷ Λατ. annus, [[ἔτος]], [[ἐντεῦθεν]] [[ἐνιαυτός]], δίενος, τρίενος, ὡς τὰ biennis, triennis, κτλ.· πρβλ. [[ἄφενος]].
|lstext='''ἑνός''': ὁ, λέγεται ὅτι [[εἶναι]] = τῷ Λατ. annus, [[ἔτος]], [[ἐντεῦθεν]] [[ἐνιαυτός]], δίενος, τρίενος, ὡς τὰ biennis, triennis, κτλ.· πρβλ. [[ἄφενος]].
}}
{{bailly
|btext=<i>gén. de</i> [[εἷς]] <i>et de</i> [[ἕν]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἑνός: ὁ, λέγεται ὅτι εἶναι = τῷ Λατ. annus, ἔτος, ἐντεῦθεν ἐνιαυτός, δίενος, τρίενος, ὡς τὰ biennis, triennis, κτλ.· πρβλ. ἄφενος.

French (Bailly abrégé)

gén. de εἷς et de ἕν.