ῥεμβώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥεμβώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) πλανώμενος περιφερόμενος, [[βλέμμα]] Πλούτ. 2. 45D· διατριβαὶ ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 7. 2) μεταφορ., [[ἀμελής]], [[χαλαρός]], [[πολιορκία]] Πολύβ. 16. 39, 2· τὸ ῥεμβῶδες (κοιν. ῥομβ-) καὶ ἀκόλαστον Πλούτ. 2. 715C. - Ἐπίρρ. -δῶς Ἡσύχ.
|lstext='''ῥεμβώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) πλανώμενος περιφερόμενος, [[βλέμμα]] Πλούτ. 2. 45D· διατριβαὶ ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 7. 2) μεταφορ., [[ἀμελής]], [[χαλαρός]], [[πολιορκία]] Πολύβ. 16. 39, 2· τὸ ῥεμβῶδες (κοιν. ῥομβ-) καὶ ἀκόλαστον Πλούτ. 2. 715C. - Ἐπίρρ. -δῶς Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />vacillant, agité, incertain.<br />'''Étymologie:''' [[ῥέμβω]], -ωδης.
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥεμβώδης Medium diacritics: ῥεμβώδης Low diacritics: ρεμβώδης Capitals: ΡΕΜΒΩΔΗΣ
Transliteration A: rhembṓdēs Transliteration B: rhembōdēs Transliteration C: remvodis Beta Code: r(embw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A roving, rolling, βλέμμα Plu.2.45d.    2 metaph., desultory, remiss, πολιορκία Plb.16.39.2; διατριβαί idle, Plu. Dio 7; τὸ ῥ. (ῥομβ- codd.) καὶ ἀκόλαστον Id.2.715c; ῥ. πυρετοί irregular, opp. περιοδικοί, Chrysipp. ap. Gal.5.433 (ῥομβ- codd.). Adv. -δῶς Hsch. s.v. σκαλαπάζειν (-αδῶς cod.).

German (Pape)

[Seite 838] ες, = ῥεμβοειδής; βλέμμα, Plut. de audit. p. 148; ἀεί τινας διατριβὰς ἐμνῶντο ῥεμβώδεις περὶ πότους, Dion. 7; – auch vernachlässigt, Suid; u. Pol. 16, 39, 2, ῥεμβώδους γενομένης τῆς πολιορκίας, da sie nachlässig, planlos betrieben wurde.

Greek (Liddell-Scott)

ῥεμβώδης: -ες, (εἶδος) πλανώμενος περιφερόμενος, βλέμμα Πλούτ. 2. 45D· διατριβαὶ ὁ αὐτ. ἐν Δίωνι 7. 2) μεταφορ., ἀμελής, χαλαρός, πολιορκία Πολύβ. 16. 39, 2· τὸ ῥεμβῶδες (κοιν. ῥομβ-) καὶ ἀκόλαστον Πλούτ. 2. 715C. - Ἐπίρρ. -δῶς Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
vacillant, agité, incertain.
Étymologie: ῥέμβω, -ωδης.