γλυκύτης: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''γλῠκύτης''': -ητος, ἡ, [[γλυκύτης]] τῆς γεύσεως, Ἡρόδ. 4. 177, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 9, 4. 2) εὐφροσύνη, [[ἡδύτης]], τοῦ ζῆν Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 5· τῆς λέξεως Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 11· ἐπὶ προσώπων, Πλούτ. 2. 67B.
|lstext='''γλῠκύτης''': -ητος, ἡ, [[γλυκύτης]] τῆς γεύσεως, Ἡρόδ. 4. 177, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 9, 4. 2) εὐφροσύνη, [[ἡδύτης]], τοῦ ζῆν Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 5· τῆς λέξεως Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 11· ἐπὶ προσώπων, Πλούτ. 2. 67B.
}}
{{bailly
|btext=ητος (ἡ) :<br />douceur ; <i>fig.</i> charme, agrément.<br />'''Étymologie:''' [[γλυκύς]].
}}
}}

Revision as of 19:33, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλῠκύτης Medium diacritics: γλυκύτης Low diacritics: γλυκύτης Capitals: ΓΛΥΚΥΤΗΣ
Transliteration A: glykýtēs Transliteration B: glykytēs Transliteration C: glykytis Beta Code: gluku/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A sweetness of taste, Hdt.4.177, Thphr.CP6.9.4; ὑδάτων D.S.4.84, cf. Arr.Peripl.M.Eux.49.    2 sweetness, pleasantness, γ. φυσική, of life, Arist.Pol.1278b30; τῆς λέξεως D.H.Comp.11; μέλος καὶ γ. Phld.Mus.p.49K.; of persons, Plu.2.67b: in pl., delights, ἐπιθυμίαι πονηραὶ καὶ γλυκύτητες Phld.Lib.p.61 O.

Greek (Liddell-Scott)

γλῠκύτης: -ητος, ἡ, γλυκύτης τῆς γεύσεως, Ἡρόδ. 4. 177, Θεόφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 9, 4. 2) εὐφροσύνη, ἡδύτης, τοῦ ζῆν Ἀριστ. Πολ. 3. 6, 5· τῆς λέξεως Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 11· ἐπὶ προσώπων, Πλούτ. 2. 67B.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
douceur ; fig. charme, agrément.
Étymologie: γλυκύς.