διαδικαιόω: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαδῐκαιόω''': θεωρῶ τι ὡς δίκαιον, Θουκ. 4. 106· [[ὑπερασπίζω]] τι ὡς δίκαιον, τι καὶ ὑπέρ τινος Δίων Κ. 40. 62., 39. 60. | |lstext='''διαδῐκαιόω''': θεωρῶ τι ὡς δίκαιον, Θουκ. 4. 106· [[ὑπερασπίζω]] τι ὡς δίκαιον, τι καὶ ὑπέρ τινος Δίων Κ. 40. 62., 39. 60. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> διεδικαίουν;<br />regarder comme juste, approuver.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δίκαιος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:33, 9 August 2017
English (LSJ)
A justify an action, Th.4.106; defend as matter of right, ὑπέρ τινος, D.C.39.60; defend a person's right, τὰ τοῦ Καίσαρος Id.40.62.
German (Pape)
[Seite 576] etwas als Recht vertheidigen, τί, Thuc. 4, 160 u. Sp.; τά τινος, ὑπέρ τινος, D. Cass. 40, 62. 39, 60, durchfechten, vertheidigen.
Greek (Liddell-Scott)
διαδῐκαιόω: θεωρῶ τι ὡς δίκαιον, Θουκ. 4. 106· ὑπερασπίζω τι ὡς δίκαιον, τι καὶ ὑπέρ τινος Δίων Κ. 40. 62., 39. 60.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. διεδικαίουν;
regarder comme juste, approuver.
Étymologie: διά, δίκαιος.