αἶσχος: Difference between revisions
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἶσχος''': -εος, τό, [[αἰσχύνη]], [[ἀτιμία]], Ὅμ. (ὁ [[ὁποῖος]] [[πολλάκις]] ἔχει τὴν λέξ. κατὰ πληθυντ., ὡς ἐν Ἰλ. Γ. 242), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 211., Σόλων 3, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1008, κτλ. 2) κατὰ πληθυντ., αἰσχρά, ἄτιμα ἔργα, Ὀδ. Α. 229. ΙΙ. [[δυσμορφία]], ἀσχημία, [[εἴτε]] τοῦ πνεύματος, [[εἴτε]] τοῦ σώματος, Πλάτ. Συμπ. 201Α, Ξεν. Κύρ. 2. 2 29, κτλ., [[αἶσχος]] περὶ τὴν κάτηξιν, Ἱππ. Ἄρθρ. 790· [[αἶσχος]] ὀνόματος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13 | |lstext='''αἶσχος''': -εος, τό, [[αἰσχύνη]], [[ἀτιμία]], Ὅμ. (ὁ [[ὁποῖος]] [[πολλάκις]] ἔχει τὴν λέξ. κατὰ πληθυντ., ὡς ἐν Ἰλ. Γ. 242), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 211., Σόλων 3, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1008, κτλ. 2) κατὰ πληθυντ., αἰσχρά, ἄτιμα ἔργα, Ὀδ. Α. 229. ΙΙ. [[δυσμορφία]], ἀσχημία, [[εἴτε]] τοῦ πνεύματος, [[εἴτε]] τοῦ σώματος, Πλάτ. Συμπ. 201Α, Ξεν. Κύρ. 2. 2 29, κτλ., [[αἶσχος]] περὶ τὴν κάτηξιν, Ἱππ. Ἄρθρ. 790· [[αἶσχος]] ὀνόματος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13 | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εος, <i>att.</i> ους (τό) :<br /><b>1</b> honte, infamie ; τὰ αἴσχη actions honteuses;<br /><b>2</b> laideur, difformité, aspect disgracieux.<br />'''Étymologie:''' [[αἰσχρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A shame, disgrace, Hom. (freq. in pl., as Il.3.242), Hes.Op.211, Sol.3, A.Supp.1008, etc. 2 in pl., disgraceful deeds, Od.1.229. II ugliness, deformity, of mind or body, Pl.Smp. 201a, X.Cyr.2.2.29, etc. ; αἶ. περὶ τὴν κάτηξιν Hp.Art.14; αἶ. ὀνόματος Arist.Rh.1405b8.
Greek (Liddell-Scott)
αἶσχος: -εος, τό, αἰσχύνη, ἀτιμία, Ὅμ. (ὁ ὁποῖος πολλάκις ἔχει τὴν λέξ. κατὰ πληθυντ., ὡς ἐν Ἰλ. Γ. 242), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 211., Σόλων 3, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1008, κτλ. 2) κατὰ πληθυντ., αἰσχρά, ἄτιμα ἔργα, Ὀδ. Α. 229. ΙΙ. δυσμορφία, ἀσχημία, εἴτε τοῦ πνεύματος, εἴτε τοῦ σώματος, Πλάτ. Συμπ. 201Α, Ξεν. Κύρ. 2. 2 29, κτλ., αἶσχος περὶ τὴν κάτηξιν, Ἱππ. Ἄρθρ. 790· αἶσχος ὀνόματος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 13
French (Bailly abrégé)
εος, att. ους (τό) :
1 honte, infamie ; τὰ αἴσχη actions honteuses;
2 laideur, difformité, aspect disgracieux.
Étymologie: αἰσχρός.