ἐπείπερ: Difference between revisions
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
(6_9) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπείπερ''': ἢ ἐπεί περ, σύνδ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ ἐπεί, μεθ’ ὁριστ., [[ἐπείπερ]] καὶ πάγας... ἐφραξάμεσθα Αἰσχύλ. Ἀγ. 822, 854, Σοφ. Ο. Τ. 1003, Ο. Κ. 75, Πλάτ. κλ.· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε [[μετὰ]] παρεντεθειμένης ἄλλης τινὸς λέξεως, [[ἐπεὶ]] σύ περ Ἰλ. Ν. 447, Ὀδ. Υ. 181. | |lstext='''ἐπείπερ''': ἢ ἐπεί περ, σύνδ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ ἐπεί, μεθ’ ὁριστ., [[ἐπείπερ]] καὶ πάγας... ἐφραξάμεσθα Αἰσχύλ. Ἀγ. 822, 854, Σοφ. Ο. Τ. 1003, Ο. Κ. 75, Πλάτ. κλ.· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε [[μετὰ]] παρεντεθειμένης ἄλλης τινὸς λέξεως, [[ἐπεὶ]] σύ περ Ἰλ. Ν. 447, Ὀδ. Υ. 181. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>conj. avec l’ind.</i><br />puisqu’enfin, puisqu’en vérité.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπεί]], περ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
or ἐπεί περ,
A v. ἐπεί B. 1, 2, 5.
German (Pape)
[Seite 911] da ja doch, weil doch, bei Hom. stets getrennt; Soph. O. C. 75 El. 790; Eur. Hec. 1286; ἐπείπερ ἄνθρωπός εἰμι Xen. An. 5, 9, 26, vgl. Krüger daselbst; ἐπείπερ ἀθάνατόν γε ἡ ψυχὴ φαίνεται οὖσα Plat. Phaed. 114 d, wie Xen. Cyr. 8, 1, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπείπερ: ἢ ἐπεί περ, σύνδ. ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ ἁπλοῦ ἐπεί, μεθ’ ὁριστ., ἐπείπερ καὶ πάγας... ἐφραξάμεσθα Αἰσχύλ. Ἀγ. 822, 854, Σοφ. Ο. Τ. 1003, Ο. Κ. 75, Πλάτ. κλ.· παρ’ Ὁμ. ἀείποτε μετὰ παρεντεθειμένης ἄλλης τινὸς λέξεως, ἐπεὶ σύ περ Ἰλ. Ν. 447, Ὀδ. Υ. 181.
French (Bailly abrégé)
conj. avec l’ind.
puisqu’enfin, puisqu’en vérité.
Étymologie: ἐπεί, περ.