δοξοκόπος: Difference between revisions
From LSJ
ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δοξοκόπος''': -ον, ([[κόπτω]]) ὁ περὶ τὴν δόξαν [[σφόδρα]] σπουδάζων, Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 34· πρβλ. [[δημοκόπος]]· -[[ἐντεῦθεν]] δοξοκοπέω, ἐπιδιώκω δόξαν, φήμην, Πολύβ. ἀποσπ. σ. 391, Πλούτ. Περικλ. 5· -καὶ δοξοκοπία, ἡ, [[φιλοδοξία]] [[ἀκόρεστος]], [[αὐτόθι]], κτλ. | |lstext='''δοξοκόπος''': -ον, ([[κόπτω]]) ὁ περὶ τὴν δόξαν [[σφόδρα]] σπουδάζων, Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 34· πρβλ. [[δημοκόπος]]· -[[ἐντεῦθεν]] δοξοκοπέω, ἐπιδιώκω δόξαν, φήμην, Πολύβ. ἀποσπ. σ. 391, Πλούτ. Περικλ. 5· -καὶ δοξοκοπία, ἡ, [[φιλοδοξία]] [[ἀκόρεστος]], [[αὐτόθι]], κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui recherche la gloire <i>ou</i> les honneurs.<br />'''Étymologie:''' [[δόξα]], [[κόπτω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ον, =
A thirsting for notoriety, Teles p.39H., Ph.2.269, Muson.Fr.7p.29H., D.Chr.32.24.
German (Pape)
[Seite 657] ehrsüchtig, Teles bei Stob. dor. 97, 51 M.; Philo.
Greek (Liddell-Scott)
δοξοκόπος: -ον, (κόπτω) ὁ περὶ τὴν δόξαν σφόδρα σπουδάζων, Τέλης παρὰ Στοβ. 523. 34· πρβλ. δημοκόπος· -ἐντεῦθεν δοξοκοπέω, ἐπιδιώκω δόξαν, φήμην, Πολύβ. ἀποσπ. σ. 391, Πλούτ. Περικλ. 5· -καὶ δοξοκοπία, ἡ, φιλοδοξία ἀκόρεστος, αὐτόθι, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui recherche la gloire ou les honneurs.
Étymologie: δόξα, κόπτω.