Νεοπτόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Νεοπτόλεμος''': ὁ, ἐπώνυμον τοῦ Πύρρου υἱοῦ τοῦ Ἀχιλλέως, [[νέος]] [[πολεμιστής]], [[ἐπειδὴ]] ἀργὰ ἦλθεν εἰς τὴν Τροίαν, πιθαν. οὐχὶ Ὁμηρικόν, ἴδε Spitzn. εἰς Ἰλ. Τ. 327, Nitzsch εἰς Ἰλ. Λ. 505· [[[μετὰ]] συνιζήσεως τῶν δύο πρώτων συλλαβῶν, οἱονεὶ Νουπτ-, Σοφ. Φιλ. 4. 241, Εὐρ. Ἀνδρ. 14, Τρῳ. 1126]· -ἐπίθ., Νεοπτολέμειος [[τίσις]], Παυσ. 4. 17, 4.
|lstext='''Νεοπτόλεμος''': ὁ, ἐπώνυμον τοῦ Πύρρου υἱοῦ τοῦ Ἀχιλλέως, [[νέος]] [[πολεμιστής]], [[ἐπειδὴ]] ἀργὰ ἦλθεν εἰς τὴν Τροίαν, πιθαν. οὐχὶ Ὁμηρικόν, ἴδε Spitzn. εἰς Ἰλ. Τ. 327, Nitzsch εἰς Ἰλ. Λ. 505· [[[μετὰ]] συνιζήσεως τῶν δύο πρώτων συλλαβῶν, οἱονεὶ Νουπτ-, Σοφ. Φιλ. 4. 241, Εὐρ. Ἀνδρ. 14, Τρῳ. 1126]· -ἐπίθ., Νεοπτολέμειος [[τίσις]], Παυσ. 4. 17, 4.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Néoptolème, <i>fils d’Achille</i>.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[πτόλεμος]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Νεοπτόλεμος Medium diacritics: Νεοπτόλεμος Low diacritics: Νεοπτόλεμος Capitals: ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: Neoptólemos Transliteration B: Neoptolemos Transliteration C: Neoptolemos Beta Code: *neopto/lemos

English (LSJ)

ὁ, surname of Pyrrhus, son of Achilles,

   A New-warrior, because he came late to Troy, Il.19.327, Od.11.506: [scanned as quadrisyll. Νεοπτ- syniz. S.Ph.4,241, E.Andr.14, Tr.1126]:—Adj. Νεοπτολέμειος, ον, τίσις Paus.4.17.4.

Greek (Liddell-Scott)

Νεοπτόλεμος: ὁ, ἐπώνυμον τοῦ Πύρρου υἱοῦ τοῦ Ἀχιλλέως, νέος πολεμιστής, ἐπειδὴ ἀργὰ ἦλθεν εἰς τὴν Τροίαν, πιθαν. οὐχὶ Ὁμηρικόν, ἴδε Spitzn. εἰς Ἰλ. Τ. 327, Nitzsch εἰς Ἰλ. Λ. 505· [[[μετὰ]] συνιζήσεως τῶν δύο πρώτων συλλαβῶν, οἱονεὶ Νουπτ-, Σοφ. Φιλ. 4. 241, Εὐρ. Ἀνδρ. 14, Τρῳ. 1126]· -ἐπίθ., Νεοπτολέμειος τίσις, Παυσ. 4. 17, 4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Néoptolème, fils d’Achille.
Étymologie: νέος, πτόλεμος.