τριπιθήκινος: Difference between revisions
From LSJ
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
(6_11) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρῐπῐθήκῐνος''': -η, -ον, τρὶς πιθήκινος, [[ὅλως]] [[πιθηκοειδής]], [[ῥύγχος]] ἔχουσα Βιτὼ τριπιθήκινον, [[οἷον]] ἰδοῦσαν τὴν Ἑκάτην [αὑτὴν] οἴομ’ ἀπαγχονίσαι Ἀνθ. Π. 11. 196. | |lstext='''τρῐπῐθήκῐνος''': -η, -ον, τρὶς πιθήκινος, [[ὅλως]] [[πιθηκοειδής]], [[ῥύγχος]] ἔχουσα Βιτὼ τριπιθήκινον, [[οἷον]] ἰδοῦσαν τὴν Ἑκάτην [αὑτὴν] οἴομ’ ἀπαγχονίσαι Ἀνθ. Π. 11. 196. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />trois fois aussi laid qu’un singe.<br />'''Étymologie:''' [[τρεῖς]], [[πίθηκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
η, ον,
A thrice or throughly apish, ῥύγχος AP11.196 (Lucill.).
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπῐθήκῐνος: -η, -ον, τρὶς πιθήκινος, ὅλως πιθηκοειδής, ῥύγχος ἔχουσα Βιτὼ τριπιθήκινον, οἷον ἰδοῦσαν τὴν Ἑκάτην [αὑτὴν] οἴομ’ ἀπαγχονίσαι Ἀνθ. Π. 11. 196.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
trois fois aussi laid qu’un singe.
Étymologie: τρεῖς, πίθηκος.