οὐλοκάρηνος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''οὐλοκάρηνος''': [ᾰ], -ον, ([[οὖλος]] Β) ὁ ἔχων οὔλην [[ἤτοι]] «σγουρὰν» κόμην, Ὀδ. Τ. 246. ΙΙ. οὐλόποδ’, οὐλοκάρηνα, ἀντὶ ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα (πρβλ. [[οὐλοκίκιννα]]), Ὁμήρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 137.
|lstext='''οὐλοκάρηνος''': [ᾰ], -ον, ([[οὖλος]] Β) ὁ ἔχων οὔλην [[ἤτοι]] «σγουρὰν» κόμην, Ὀδ. Τ. 246. ΙΙ. οὐλόποδ’, οὐλοκάρηνα, ἀντὶ ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα (πρβλ. [[οὐλοκίκιννα]]), Ὁμήρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 137.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la tête crépue, aux cheveux bouclés.<br />'''Étymologie:''' [[οὖλος]]², [[κάρηνον]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐλοκάρηνος Medium diacritics: οὐλοκάρηνος Low diacritics: ουλοκάρηνος Capitals: ΟΥΛΟΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: oulokárēnos Transliteration B: oulokarēnos Transliteration C: oulokarinos Beta Code: ou)loka/rhnos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, (οὖλος B)

   A with crisp, curling hair, Od.19.246.    II (οὖλος A) οὐλόποδ', οὐλοκάρηνα, for ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα (cf. οὐλοκίκιννα), h.Merc.137.

German (Pape)

[Seite 412] krausköpfig, Od. 19, 246. – H. h. Merc. ist οὐλοκάρηνα = ὅλα κάρηνα. Vgl. οὐλόπους, οὐλοκίκιννα.

Greek (Liddell-Scott)

οὐλοκάρηνος: [ᾰ], -ον, (οὖλος Β) ὁ ἔχων οὔλην ἤτοι «σγουρὰν» κόμην, Ὀδ. Τ. 246. ΙΙ. οὐλόποδ’, οὐλοκάρηνα, ἀντὶ ὅλους πόδας, ὅλα κάρηνα (πρβλ. οὐλοκίκιννα), Ὁμήρ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 137.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la tête crépue, aux cheveux bouclés.
Étymologie: οὖλος², κάρηνον.