κεραίω: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κεραίω''': Ἐπ. ἀντὶ [[κεράω]], ῥιζικὸς [[τύπος]] τοῦ [[κεράννυμι]], ζωρότερον δὲ κέραιε, μίγνυε τὸν [[οἶνον]] μὲ ὀλιγώτερον [[ὕδωρ]] ([[μᾶλλον]] ἄκρατον), Ἰλ. Ι. 203· ― Παθ., κεραιόμενος Νικ. Ἀλ. 178. 511.
|lstext='''κεραίω''': Ἐπ. ἀντὶ [[κεράω]], ῥιζικὸς [[τύπος]] τοῦ [[κεράννυμι]], ζωρότερον δὲ κέραιε, μίγνυε τὸν [[οἶνον]] μὲ ὀλιγώτερον [[ὕδωρ]] ([[μᾶλλον]] ἄκρατον), Ἰλ. Ι. 203· ― Παθ., κεραιόμενος Νικ. Ἀλ. 178. 511.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf. épq.</i> [[κέραιον]];<br /><i>c.</i> [[κεράννυμι]].
}}
}}

Revision as of 19:34, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραίω Medium diacritics: κεραίω Low diacritics: κεραίω Capitals: ΚΕΡΑΙΩ
Transliteration A: keraíō Transliteration B: keraiō Transliteration C: keraio Beta Code: kerai/w

English (LSJ)

Ep. for κεράω, radic. form of κεράννυμι, ζωρότερον δὲ κέραιε

   A mix the wine stronger, Il.9.203; ἀμβροσίην ἐκέραιον Q.S.4.139:— Pass., ᾧ κα κεραίηται Schwyzer 321.3 (Delph., v B.C.); part. κεραιόμενος Emp.35.8, Nic.Al.178,511.

German (Pape)

[Seite 1419] = κεράννυμι, mischen; ζωρότερον κέραιε, mische, Il. 9, 203; so von Arist. poet. 25 citirt; v. l. κεραίνω u. κεραίρω; sonst nur noch κεραιόμενον Nic. Al. 178. 511.

Greek (Liddell-Scott)

κεραίω: Ἐπ. ἀντὶ κεράω, ῥιζικὸς τύπος τοῦ κεράννυμι, ζωρότερον δὲ κέραιε, μίγνυε τὸν οἶνον μὲ ὀλιγώτερον ὕδωρ (μᾶλλον ἄκρατον), Ἰλ. Ι. 203· ― Παθ., κεραιόμενος Νικ. Ἀλ. 178. 511.

French (Bailly abrégé)

impf. épq. κέραιον;
c. κεράννυμι.