θεοστυγής: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ θανόντος ἡ Δίκη πράσσει κότον → Justice seeks the grievance for the dead, Justice doth exact the dead man's due
(6_7) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεοστῠγής''': -ές, μισούμενος ὑπὸ τῶν θεῶν, [[θεομισής]], Εὐρ. Τρῳ. 1213, Κύκλ. 602˙ μισούμενος ὑπὸ τοῦ θεοῦ, Ἐπιστ. π. Ρωμ. α΄, 30 ([[ἔνθα]] ἐκλαμβάνουσί τινες αὐτὸ ὡς ἐνεργ., μισῶν τὸν θεόν). | |lstext='''θεοστῠγής''': -ές, μισούμενος ὑπὸ τῶν θεῶν, [[θεομισής]], Εὐρ. Τρῳ. 1213, Κύκλ. 602˙ μισούμενος ὑπὸ τοῦ θεοῦ, Ἐπιστ. π. Ρωμ. α΄, 30 ([[ἔνθα]] ἐκλαμβάνουσί τινες αὐτὸ ὡς ἐνεργ., μισῶν τὸν θεόν). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> haï des dieux;<br /><b>2</b> haïssable à Dieu, impie.<br />'''Étymologie:''' [[θεός]], [[στυγέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ές,
A hated of the gods, E.Tr.1213, Cyc.602, Poll.1.21; hated of God, Ep.Rom.1.30 (where some take it Act., hating God).
German (Pape)
[Seite 1198] ές, 1) Gott verhaßt, θήρ Eur. Cycl. 598, vgl. Tr. 1213. – 2) Gott hassend, N. T. u. K. S.
Greek (Liddell-Scott)
θεοστῠγής: -ές, μισούμενος ὑπὸ τῶν θεῶν, θεομισής, Εὐρ. Τρῳ. 1213, Κύκλ. 602˙ μισούμενος ὑπὸ τοῦ θεοῦ, Ἐπιστ. π. Ρωμ. α΄, 30 (ἔνθα ἐκλαμβάνουσί τινες αὐτὸ ὡς ἐνεργ., μισῶν τὸν θεόν).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 haï des dieux;
2 haïssable à Dieu, impie.
Étymologie: θεός, στυγέω.