ὀστώδης: Difference between revisions
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(6_7) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀστώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[ὀστοῦν]], ἐκ τῆς φύσεως τοῦ ὀστοῦ, [[πλήρης]] ὀστῶν, Ξεν. Ἱππ. 1, 8., 5, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 28, κ. ἀλλ.· Συγκρ. -έστερος, [[αὐτόθι]] 3. 7, 11. | |lstext='''ὀστώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς [[ὀστοῦν]], ἐκ τῆς φύσεως τοῦ ὀστοῦ, [[πλήρης]] ὀστῶν, Ξεν. Ἱππ. 1, 8., 5, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 28, κ. ἀλλ.· Συγκρ. -έστερος, [[αὐτόθι]] 3. 7, 11. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες :<br />osseux.<br />'''Étymologie:''' [[ὀστέον]], -ωδης. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
ες,
A like bone, bony, X.Eq.1.8, 5.6, Arist.HA500b23, al., Thphr.HP3.18.5; ὀ. μέρη PMed.in Arch.Pap.4.271 (iii A. D.), cf. Porph.Gaur.17.7: Comp. -έστερος Arist.PA654a30.
German (Pape)
[Seite 401] ες, knochenartig, knochig, Arist. bei Ath. VII, 310; Xen. Equ. 1, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ὀστοῦν, ἐκ τῆς φύσεως τοῦ ὀστοῦ, πλήρης ὀστῶν, Ξεν. Ἱππ. 1, 8., 5, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 28, κ. ἀλλ.· Συγκρ. -έστερος, αὐτόθι 3. 7, 11.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
osseux.
Étymologie: ὀστέον, -ωδης.