ἔμβλημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
(6_21)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔμβλημα''': τό, ([[ἐμβάλλω]]) τὸ ἐμβαλλόμενον, τὸ εἰς τὸν [[σίδηρον]] ἔμβλ. τοῦ ξύλου, τὸ [[ξύλον]] τὸ προσαρμοζόμενον εἰς τὴν λόγχην, Πλουτ. Μάρ. 25· τὰ ἀργυρᾶ τὰ χρυσοῦν τι ἔμβλ. ἔχοντα, τὰ κεκοσμημένα διὰ χρυσῶν ἐμβλημάτων, κοσμημάτων, Δίων Κ. 57. 15, πρβλ. Κικ. Verr. 4. 17. 2) τὸ ἐμφυτευόμενον εἰς ἄγριον [[δένδρον]], [[Πολυδ]]. Α΄, 241. 3) ἐν τῇ Λατ. emblema, [[ὡσαύτως]] σημαίνει, ψηφοθέτημα, μωσαϊκόν, Lucil. [[παρά]] Κικ. de Or. 3. 43, Varro R. R. 3. 2, 4. 4) [[πέλμα]] ἐντιθέμενον εἰς τὸ [[ὑπόδημα]] κατὰ τὸν χειμῶνα, κτλ., Φίλων Βελοπ. 102.
|lstext='''ἔμβλημα''': τό, ([[ἐμβάλλω]]) τὸ ἐμβαλλόμενον, τὸ εἰς τὸν [[σίδηρον]] ἔμβλ. τοῦ ξύλου, τὸ [[ξύλον]] τὸ προσαρμοζόμενον εἰς τὴν λόγχην, Πλουτ. Μάρ. 25· τὰ ἀργυρᾶ τὰ χρυσοῦν τι ἔμβλ. ἔχοντα, τὰ κεκοσμημένα διὰ χρυσῶν ἐμβλημάτων, κοσμημάτων, Δίων Κ. 57. 15, πρβλ. Κικ. Verr. 4. 17. 2) τὸ ἐμφυτευόμενον εἰς ἄγριον [[δένδρον]], [[Πολυδ]]. Α΄, 241. 3) ἐν τῇ Λατ. emblema, [[ὡσαύτως]] σημαίνει, ψηφοθέτημα, μωσαϊκόν, Lucil. [[παρά]] Κικ. de Or. 3. 43, Varro R. R. 3. 2, 4. 4) [[πέλμα]] ἐντιθέμενον εἰς τὸ [[ὑπόδημα]] κατὰ τὸν χειμῶνα, κτλ., Φίλων Βελοπ. 102.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />partie du bois d’une lance qu’on fixe dans le fer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμβάλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:35, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβλημα Medium diacritics: ἔμβλημα Low diacritics: έμβλημα Capitals: ΕΜΒΛΗΜΑ
Transliteration A: émblēma Transliteration B: emblēma Transliteration C: emvlima Beta Code: e)/mblhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A insertion, τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔ. τοῦ ξύλου the shaft fitting into the spear-head, Plu.Mar.25.    2 chased or embossed ornament used in decoration of plate, τὰ ἀργυρᾶ τὰ χρυσοῦν τι ἔ. ἔχοντα D.C.57.15, cf. Cic.Verr.4.17.37, etc.    3 graft, Poll.1.241.    4 Lat. emblema, mosaic, Lucil.85 Marx, Varro RR3.2.4.    5 inner sole put into the shoe in winter, etc., Ph.Bel.102.39.    6 sluice-gate, PThead. 24.8 (iv A.D.).    7 payment, PCair.Zen.22.22 (iii B.C.), BGU1040.24 (ii A.D.); fine, BCH8.307 (Delos).

German (Pape)

[Seite 806] τό, das Ein-, Angesetzte, z. B. τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔμβλ. τοῦ ξύλου, das Stück des Lanzenschaftes, welches in das Eisen eingesetzt ist, Plut. Mar. 25; das Pfropfreis, Poll. 1, 241; eingelegte erhabene Metallarbeit, die man abnehmen konnte, von Goldstickerei, D. Cass. 57, 15; auch Musivarbeit, Varro.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβλημα: τό, (ἐμβάλλω) τὸ ἐμβαλλόμενον, τὸ εἰς τὸν σίδηρον ἔμβλ. τοῦ ξύλου, τὸ ξύλον τὸ προσαρμοζόμενον εἰς τὴν λόγχην, Πλουτ. Μάρ. 25· τὰ ἀργυρᾶ τὰ χρυσοῦν τι ἔμβλ. ἔχοντα, τὰ κεκοσμημένα διὰ χρυσῶν ἐμβλημάτων, κοσμημάτων, Δίων Κ. 57. 15, πρβλ. Κικ. Verr. 4. 17. 2) τὸ ἐμφυτευόμενον εἰς ἄγριον δένδρον, Πολυδ. Α΄, 241. 3) ἐν τῇ Λατ. emblema, ὡσαύτως σημαίνει, ψηφοθέτημα, μωσαϊκόν, Lucil. παρά Κικ. de Or. 3. 43, Varro R. R. 3. 2, 4. 4) πέλμα ἐντιθέμενον εἰς τὸ ὑπόδημα κατὰ τὸν χειμῶνα, κτλ., Φίλων Βελοπ. 102.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
partie du bois d’une lance qu’on fixe dans le fer.
Étymologie: ἐμβάλλω.