ἐνευδοκιμέω: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνευδοκιμέω''': εὐδοκιμῶ ἐν, ὅτῳ τὰ τῶν Ἑλλήνων ἀτυχήματα ἐνευδοκιμεῖν ἀπέκειτο, δηλ., τὸ ἐν τοῖς τῶν Ἑλλήνων ἀτυχήμασιν εὐδοκιμεῖν, Δημ. 294. 13· πρβλ. Πλούτ. 2. 71Α. 2) εὐδοκιμῶ [[παρά]] τινι, Αἰσχίνης... ἐνευδοκίμει τοῖς Μακεδόσι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 12. | |lstext='''ἐνευδοκιμέω''': εὐδοκιμῶ ἐν, ὅτῳ τὰ τῶν Ἑλλήνων ἀτυχήματα ἐνευδοκιμεῖν ἀπέκειτο, δηλ., τὸ ἐν τοῖς τῶν Ἑλλήνων ἀτυχήμασιν εὐδοκιμεῖν, Δημ. 294. 13· πρβλ. Πλούτ. 2. 71Α. 2) εὐδοκιμῶ [[παρά]] τινι, Αἰσχίνης... ἐνευδοκίμει τοῖς Μακεδόσι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> acquérir de la considération dans <i>ou</i> au milieu de, τινι;<br /><b>2</b> avoir bonne réputation auprès de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[εὐδοκιμέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
A gain glory in, ὅτῳ τὰ τῶν Ἐλλήνων ἀτυχήματ' ἐνευδοκιμεῖν ἀπέκειτο D.18.198, cf. D.S.34.2.18, J.Ap.1.5, Plu.2.71a; περί τι Cod.Just.1.2.25.1. 2 enjoy repute with another, Ael.VH8.12.
German (Pape)
[Seite 839] Lob verdienen dabei, Ansehn gewinnen bei; ὅτῳ τἀ τῶν Ἑλλήνων ἐνευδοκιμεῖν ἀπέκειτο, wer bei dem Unglück der Griechen Ansehn zu erlangen dachte, Dem. 18, 198; ἀλλοτρίοις σφάλμασι Plut.; – τινί, bei Einem in Ansehn stehen, Ael. V. H. 8, 12; παρά τινι, Plut. ad. et am. 46.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνευδοκιμέω: εὐδοκιμῶ ἐν, ὅτῳ τὰ τῶν Ἑλλήνων ἀτυχήματα ἐνευδοκιμεῖν ἀπέκειτο, δηλ., τὸ ἐν τοῖς τῶν Ἑλλήνων ἀτυχήμασιν εὐδοκιμεῖν, Δημ. 294. 13· πρβλ. Πλούτ. 2. 71Α. 2) εὐδοκιμῶ παρά τινι, Αἰσχίνης... ἐνευδοκίμει τοῖς Μακεδόσι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 12.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 acquérir de la considération dans ou au milieu de, τινι;
2 avoir bonne réputation auprès de, τινι.
Étymologie: ἐν, εὐδοκιμέω.