ἐνευδοκιμέω
English (LSJ)
A gain glory in, ὅτῳ τὰ τῶν Ἐλλήνων ἀτυχήματ' ἐνευδοκιμεῖν ἀπέκειτο D.18.198, cf. D.S.34.2.18, J.Ap.1.5, Plu.2.71a; περί τι Cod.Just.1.2.25.1.
2 enjoy repute with another, Ael.VH8.12.
Spanish (DGE)
gozar de buena fama, de buena reputación D.18.198, I.Ap.1.25, Luc.Dom.1
•c. compl. no de pers. c. dat. τοῖς πρὸς Ῥωμαίους πολέμοις D.S.34/35.2.18, cf. Plu.2.71a, Them.Or.22.275d, Gr.Nyss.Prof.Chr.132.5, Lyd.Mag.3.30, Cod.Iust.1.2.25.1, c. giro prep. ἐν πόλει PRyl.624.17 (IV d.C.)
•c. dat. de pers. τοῖς Μακεδόσι Ael.VH 8.12.
German (Pape)
[Seite 839] Lob verdienen dabei, Ansehn gewinnen bei; ὅτῳ τἀ τῶν Ἑλλήνων ἐνευδοκιμεῖν ἀπέκειτο, wer bei dem Unglück der Griechen Ansehn zu erlangen dachte, Dem. 18, 198; ἀλλοτρίοις σφάλμασι Plut.; – τινί, bei Einem in Ansehn stehen, Ael. V. H. 8, 12; παρά τινι, Plut. ad. et am. 46.
French (Bailly abrégé)
ἐνευδοκιμῶ :
1 acquérir de la considération dans ou au milieu de, τινι;
2 avoir bonne réputation auprès de, τινι.
Étymologie: ἐν, εὐδοκιμέω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνευδοκῐμέω: добиваться славы или стяжать славу, прославиться (ἀλλοτρίοις σφάλμασι Plut.): τὰ ἀτυχήματά τινος ἐ. Dem. нажить себе славу на чьих-л. несчастьях.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνευδοκιμέω: εὐδοκιμῶ ἐν, ὅτῳ τὰ τῶν Ἑλλήνων ἀτυχήματα ἐνευδοκιμεῖν ἀπέκειτο, δηλ., τὸ ἐν τοῖς τῶν Ἑλλήνων ἀτυχήμασιν εὐδοκιμεῖν, Δημ. 294. 13· πρβλ. Πλούτ. 2. 71Α. 2) εὐδοκιμῶ παρά τινι, Αἰσχίνης... ἐνευδοκίμει τοῖς Μακεδόσι Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 8. 12.
Greek Monotonic
ἐνευδοκιμέω: μέλ. -ήσω, αποκτώ δόξα μέσα απ' την ατυχία κάποιου άλλου, σε Δημ.