ὑπέγγυος: Difference between revisions
σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain
(6_18) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπέγγυος''': -ον, ὁ ὑπὸ ἐγγύην: 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ γενόμενος [[ἐγγυητής]], δοὺς ἐγγύησιν, [[ὅθεν]] [[ὑπεύθυνος]], [[ὑπόλογος]], ὑποκείμενος εἰς ποινήν, Αἰσχύλ. 38· ὑπ. πλὴν θανάτου, ὑποκείμενος ὡς ἐγγυητὴς εἰς οἱανδήποτε τιμωρίαν ἐκτὸς τοῦ θανάτου, Ἡρόδ. 5. 71· μετά δοτ., τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν, τὸ ὑπεύθυνον εἴς τε τὴν θείαν καὶ τὴν ἀνθρωπίνην δικαιοσύνην, Εὐρ. Ἐκ. 1029. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[νόμιμος]], [[γάμος]] ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀνέγγυος]], [[Πολυδ]]. Γ΄, 34. | |lstext='''ὑπέγγυος''': -ον, ὁ ὑπὸ ἐγγύην: 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ γενόμενος [[ἐγγυητής]], δοὺς ἐγγύησιν, [[ὅθεν]] [[ὑπεύθυνος]], [[ὑπόλογος]], ὑποκείμενος εἰς ποινήν, Αἰσχύλ. 38· ὑπ. πλὴν θανάτου, ὑποκείμενος ὡς ἐγγυητὴς εἰς οἱανδήποτε τιμωρίαν ἐκτὸς τοῦ θανάτου, Ἡρόδ. 5. 71· μετά δοτ., τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν, τὸ ὑπεύθυνον εἴς τε τὴν θείαν καὶ τὴν ἀνθρωπίνην δικαιοσύνην, Εὐρ. Ἐκ. 1029. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[νόμιμος]], [[γάμος]] ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἀνέγγυος]], [[Πολυδ]]. Γ΄, 34. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui donne <i>ou</i> a donné caution, <i>d’où</i><br /><b>1</b> responsable : τινι envers qqn, <i>càd</i> dépendant de qqn, soumis à qqn;<br /><b>2</b> sur qui l’on a un droit : πλὴν θανάτου HDT sur qui l’on a tous les droits, sauf le droit de vie et de mort.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἐγγύη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A under surety: I of persons, having given surety, liable to be called to account or punished, A.Ch.38 (lyr.); ὑ. πλὴν θανάτου liable to any punishment short of death, Hdt.5.71: c. dat., γὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν liability to human and divine justice, E.Hec.1027 (lyr.). 2 of things, legitimate, γάμος ὑ., opp. ἀνέγγυος, Poll.3.34. II pledged, hypothecated, BGU1792.7 (i B. C.), POxy.507.31 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1184] unter Bürgschaft, verbürgt, verpfändet; auch κριταί τε τῶνδ' ὀνειράτων θεόθεν ἔλακον ὑπέγγυοι, nachdem sie bei den Göttern sich verbürgt oder die Götter zu Zeugen angerufen hatten, Aesch. Ch. 38; – einer Strafe ausgesetzt, unterworfen, ὑπεγγύους πλὴν θανάτου, allen Strafen außer dem Tode unterworfen, Her. 5, 71; δίκᾳ καὶ θεοῖς Eur. Hec. 1029.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέγγυος: -ον, ὁ ὑπὸ ἐγγύην: 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ γενόμενος ἐγγυητής, δοὺς ἐγγύησιν, ὅθεν ὑπεύθυνος, ὑπόλογος, ὑποκείμενος εἰς ποινήν, Αἰσχύλ. 38· ὑπ. πλὴν θανάτου, ὑποκείμενος ὡς ἐγγυητὴς εἰς οἱανδήποτε τιμωρίαν ἐκτὸς τοῦ θανάτου, Ἡρόδ. 5. 71· μετά δοτ., τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν, τὸ ὑπεύθυνον εἴς τε τὴν θείαν καὶ τὴν ἀνθρωπίνην δικαιοσύνην, Εὐρ. Ἐκ. 1029. 2) ἐπὶ πραγμάτων, νόμιμος, γάμος ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνέγγυος, Πολυδ. Γ΄, 34.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui donne ou a donné caution, d’où
1 responsable : τινι envers qqn, càd dépendant de qqn, soumis à qqn;
2 sur qui l’on a un droit : πλὴν θανάτου HDT sur qui l’on a tous les droits, sauf le droit de vie et de mort.
Étymologie: ὑπό, ἐγγύη.