διασιλλαίνω: Difference between revisions
From LSJ
ἀρετὰ γὰρ ἐπαινεομένα δένδρον ὣς ἀέξεται → for virtue that is praised grows like a tree, praised virtue will grow like a tree
(6_3) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διασιλλαίνω''': [[χλευάζω]], [[σκώπτω]], Λουκ. Λεξιφ. 24· ― οὕτω διασιλλόω, Δίων Κ. 59. 25· ἀλλ’ ἀναφέρεται ὡς ἀπαντῶν παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, Α. Β. 36, [[Πολυδ]]. Θ΄, 148. | |lstext='''διασιλλαίνω''': [[χλευάζω]], [[σκώπτω]], Λουκ. Λεξιφ. 24· ― οὕτω διασιλλόω, Δίων Κ. 59. 25· ἀλλ’ ἀναφέρεται ὡς ἀπαντῶν παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, Α. Β. 36, [[Πολυδ]]. Θ΄, 148. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> διεσίλλαινον;<br />se moquer de, railler, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[σιλλαίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
A mock, jeer at, c. acc., Luc.Lex.24; πράγματα καὶ δόγματα Iamb.Protr.21.λά; τινὰ ἐπί τινι Alciphr.3.62.
German (Pape)
[Seite 601] verhöhnen, Luc. Lexiph. 24 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διασιλλαίνω: χλευάζω, σκώπτω, Λουκ. Λεξιφ. 24· ― οὕτω διασιλλόω, Δίων Κ. 59. 25· ἀλλ’ ἀναφέρεται ὡς ἀπαντῶν παρὰ παλαιοτέροις συγγραφεῦσι, Α. Β. 36, Πολυδ. Θ΄, 148.
French (Bailly abrégé)
impf. διεσίλλαινον;
se moquer de, railler, acc..
Étymologie: διά, σιλλαίνω.