διαψήφισις: Difference between revisions
From LSJ
Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαψήφισις''': -εως, ἡ, [[ἀπόφασις]] διὰ ψήφου, [[ψήφισις]], Πλάτ. Νόμ. 855D, Αἰσχίν. 11. 21· τὴν διαψήφ ῥᾳδιαν ποιεῖν Λυσ. 123. 18· προτιθέναι τὴν δ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 14. | |lstext='''διαψήφισις''': -εως, ἡ, [[ἀπόφασις]] διὰ ψήφου, [[ψήφισις]], Πλάτ. Νόμ. 855D, Αἰσχίν. 11. 21· τὴν διαψήφ ῥᾳδιαν ποιεῖν Λυσ. 123. 18· προτιθέναι τὴν δ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action d’apporter chacun son vote ; vote.<br />'''Étymologie:''' [[διαψηφίζομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A voting by ballot, Pl.Lg.855d; esp. of a vote on claims to registration of citizens, Aeschin.1.77, D.57.26 (pl.); προτιθέναι τὴν δ. X. HG1.7.14; ῥᾳδίαν τὴν δ. ποιεῖν, of a criminal confessing his guilt, Lys.12.34.
German (Pape)
[Seite 614] ἡ, das Durch-, Abstimmen, Plat. Legg. IX, 855 d; Lys. 12, 34; Aesch. 1, 86 ff; προτιθέναι τὴν διαψήφισιν, abstimmen lassen, Xen. Hell. 1, 7, 14.
Greek (Liddell-Scott)
διαψήφισις: -εως, ἡ, ἀπόφασις διὰ ψήφου, ψήφισις, Πλάτ. Νόμ. 855D, Αἰσχίν. 11. 21· τὴν διαψήφ ῥᾳδιαν ποιεῖν Λυσ. 123. 18· προτιθέναι τὴν δ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 14.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’apporter chacun son vote ; vote.
Étymologie: διαψηφίζομαι.