διαψηφίζομαι

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353

Middle Liddell

fut. Attic διαψηφιοῦμαι
I. Dep. to vote in order with ballots (ψῆφοι, calculi), Thuc.
II. to decide by vote, Dem.

German (Pape)

[Seite 614] med., der Reihe nach durch-, abstimmen; Antipho 5, 8; Andoc. 4, 3; Lys. 26, 1, u. sonst bei Rednern; von Heliasten, Dem. 24, 151; περί τινος, Plat. Legg. XI, 937 a; auch ταῦτα, Lys. 26, 1.

French (Bailly abrégé)

f. διαψηφίσομαι, att. διαψηφιοῦμαι;
apporter chacun son suffrage, voter en ordre.
Étymologie: διά, ψηφίζω.

Russian (Dvoretsky)

διαψηφίζομαι: голосовать, решать голосованием (τι Lys. и περί τινος Plat.; κρυπτῇ ψήφῶ Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

διαψηφίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι, ἀποθ.· -ψηφοφορῶ κατὰ σειρὰν διὰ ψήφων (ψῆφοι, calculi), δίδω τὴν ψῆφόν μου, Ἀντιφῶν 130. 13, Ὑπερείδ. Εὐξεν. 49, κτλ.· δ. περί τινος Πλάτ. Νόμ. 937A· δ. κρύβδην, κρύφα Ἀνδοκ. 29. 16, Θουκ. 4. 88· πρβλ. διαψηφιστός. ΙΙ. ἀποφασίζω διὰ ψήφου, τι Λυσ. 175. 10· ταύτῃ διαψηφίσασθε Δημ. 842, ἐν τέλ.

Greek Monolingual

και διαψηφίζω (ΑΝ)
δίνω την ψήφο μου, ψηφίζω
μσν.
ενεργ. υπολογίζω τους φόρους
αρχ.
1. αποφασίζω με ψήφο
2. παθ. κρίνομαι με ψήφο
3. ενεργ. θέτω σε ψηφορορία.

Greek Monotonic

διαψηφίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.:
I. ψηφίζω με σφαιρίδια (ψήφοι, calculi), σε Θουκ.
II. αποφαίνομαι μέσω της ψήφου, σε Δημ.

Lexicon Thucydideum

suffragia ferre, to cast votes, 4.88.1, [vulgo commonly ψηφις.].