λεοντέη: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(6_20) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεοντέη''': συνῃρ. -ῆ (ἐξυπακουομ. τοῦ [[δορά]]), ἡ, δέρμα λέοντος, θηλ. τοῦ λεόντεος, Ἡρόδ. 7. 69, Ἀριστοφ. Βάτρ. 46, κ. ἀλλ., Πλάτ. Κρατ. 411Α· ποιητ. [[λειοντῆ]], Ἀνθ. Πλαν. 185· [[ὡσαύτως]] λεοντεία, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. | |lstext='''λεοντέη''': συνῃρ. -ῆ (ἐξυπακουομ. τοῦ [[δορά]]), ἡ, δέρμα λέοντος, θηλ. τοῦ λεόντεος, Ἡρόδ. 7. 69, Ἀριστοφ. Βάτρ. 46, κ. ἀλλ., Πλάτ. Κρατ. 411Α· ποιητ. [[λειοντῆ]], Ἀνθ. Πλαν. 185· [[ὡσαύτως]] λεοντεία, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῆ, έης-ῆς (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[δορά]];<br />peau de lion.<br />'''Étymologie:''' [[λέων]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
(fem. of λεόντεος), contr. λεοντ-ῆ (sc. δορά), ἡ,
A lion's skin, Hdt.7.69, Ar.Ra.46, al., Pl.Cra.411a, Anaxandr.65: poet. λειοντῆ, APl.4.185:—also λεοντεία, Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 28] zsgzgn λεοντῆ, ἡ, sc. δορά, die Löwenhaut; Ar. Ran. 46; Her. 7, 69; Plat. Crat. 411 a.
Greek (Liddell-Scott)
λεοντέη: συνῃρ. -ῆ (ἐξυπακουομ. τοῦ δορά), ἡ, δέρμα λέοντος, θηλ. τοῦ λεόντεος, Ἡρόδ. 7. 69, Ἀριστοφ. Βάτρ. 46, κ. ἀλλ., Πλάτ. Κρατ. 411Α· ποιητ. λειοντῆ, Ἀνθ. Πλαν. 185· ὡσαύτως λεοντεία, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.