διαδέρκομαι: Difference between revisions
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαδέρκομαι''': ἀόρ, -έδρᾰκον· ἀποθ., [[βλέπω]] τι διὰ μέσου ἑτέρου, οὐδ’ ἄν νῶϊ διαδράκοι, δὲν δύναται νὰ μᾶς ἴδῃ διὰ μέσου [τῆς νεφέλης], Ἰλ. Ξ. 344. ΙΙ. [[διαβλέπω]], [[διακρίνω]], νῆσον Στασῖν. (Τζέτζ. χιλ. 2. 713). | |lstext='''διαδέρκομαι''': ἀόρ, -έδρᾰκον· ἀποθ., [[βλέπω]] τι διὰ μέσου ἑτέρου, οὐδ’ ἄν νῶϊ διαδράκοι, δὲν δύναται νὰ μᾶς ἴδῃ διὰ μέσου [τῆς νεφέλης], Ἰλ. Ξ. 344. ΙΙ. [[διαβλέπω]], [[διακρίνω]], νῆσον Στασῖν. (Τζέτζ. χιλ. 2. 713). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao. opt. 3ᵉ sg.</i> διαδράκοι;<br />voir à travers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[δέρκομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
aor. -έδρᾰκον,
A see one thing through another, οὐδ' ἂν νῶϊ διαδράκοι would not see us through [the cloud], Il.14.344. 2 look about, πάντῃ δὲ διέδρακεν ὀφθαλμοῖσι Theoc.25.233. II see over, νῆσον Cypr.11.3.
Greek (Liddell-Scott)
διαδέρκομαι: ἀόρ, -έδρᾰκον· ἀποθ., βλέπω τι διὰ μέσου ἑτέρου, οὐδ’ ἄν νῶϊ διαδράκοι, δὲν δύναται νὰ μᾶς ἴδῃ διὰ μέσου [τῆς νεφέλης], Ἰλ. Ξ. 344. ΙΙ. διαβλέπω, διακρίνω, νῆσον Στασῖν. (Τζέτζ. χιλ. 2. 713).
French (Bailly abrégé)
ao. opt. 3ᵉ sg. διαδράκοι;
voir à travers, acc..
Étymologie: διά, δέρκομαι.