ἀλωπέκειος: Difference between revisions
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλωπέκειος''': -α, -ον, Ἰων. εος, η, ον. ([[ἀλώπηξ]]) ἐξ ἀλώπεκος, Γαλην. ΙΙ. ἀλωπεκέη, Ἀττ. συνῃρ. -κῆ, (ἐξυπακούεται [[δορά]]), δέρμα ἀλώπεκος, Ἡρόδ. 7. 75· παροιμ.: [[ὅπου]] ἡ λεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, [[προσραπτέον]] [[ἐκεῖ]] τὴν ἀλωπεκῆν, Πλουτ. Λύσ. 7. | |lstext='''ἀλωπέκειος''': -α, -ον, Ἰων. εος, η, ον. ([[ἀλώπηξ]]) ἐξ ἀλώπεκος, Γαλην. ΙΙ. ἀλωπεκέη, Ἀττ. συνῃρ. -κῆ, (ἐξυπακούεται [[δορά]]), δέρμα ἀλώπεκος, Ἡρόδ. 7. 75· παροιμ.: [[ὅπου]] ἡ λεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, [[προσραπτέον]] [[ἐκεῖ]] τὴν ἀλωπεκῆν, Πλουτ. Λύσ. 7. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />de renard.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλώπηξ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:35, 9 August 2017
English (LSJ)
α, ον, Ion. ἀλωπέκ-εος, η, ον,
A of a fox, στέαρ Gal.14.331; λίπος Philum. ap. Orib.45.29.36. II ἀλωπεκέη, Att. contr. -κῆ (sc. δορά), fox-skin, Hdt.7.75: prov., ὅπου ἡ λεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν Plu.Lys.7.
German (Pape)
[Seite 113] vom Fuchs, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλωπέκειος: -α, -ον, Ἰων. εος, η, ον. (ἀλώπηξ) ἐξ ἀλώπεκος, Γαλην. ΙΙ. ἀλωπεκέη, Ἀττ. συνῃρ. -κῆ, (ἐξυπακούεται δορά), δέρμα ἀλώπεκος, Ἡρόδ. 7. 75· παροιμ.: ὅπου ἡ λεοντῆ μὴ ἐφικνεῖται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν, Πλουτ. Λύσ. 7.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de renard.
Étymologie: ἀλώπηξ.