φιλάργυρος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλάργῠρος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν [[φιλοχρήματος]], [[ἄπληστος]], Σοφ. Ἀντιγ. 1055, Ἀποσπ. 512, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 10, κλπ.· ὑπερθ. φιλαργυρώτατος Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 4· ― τὸ φιλάργυρον = [[φιλαργυρία]], Πλάτ. Πολ. 347Β. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 320.
|lstext='''φῐλάργῠρος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν [[φιλοχρήματος]], [[ἄπληστος]], Σοφ. Ἀντιγ. 1055, Ἀποσπ. 512, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 10, κλπ.· ὑπερθ. φιλαργυρώτατος Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 4· ― τὸ φιλάργυρον = [[φιλαργυρία]], Πλάτ. Πολ. 347Β. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 320.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime l’argent, avare.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἄργυρος]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλάργῠρος Medium diacritics: φιλάργυρος Low diacritics: φιλάργυρος Capitals: ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: philárgyros Transliteration B: philargyros Transliteration C: filargyros Beta Code: fila/rguros

English (LSJ)

ον,

   A fond of money, avaricious, S.Ant.1055, Fr.587, Pl.R.347b, PPetr.3p.150 (iii B. C.), Phld.Ind.Sto.19, Ev.Luc.16.14, etc.; Sup. -ώτατος X.Mem.3.1.10, 3.13.4.

German (Pape)

[Seite 1275] geldliebend, geldgierig, übh. habsüchtig; Soph. Ant. 1042; Plat. Gorg. 515 e u. sonst; φιλαργυρώτατος Xen. Mem. 3, 1,10; Pol. 9, 25.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλάργῠρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καθ’ ὑπερβολὴν φιλοχρήματος, ἄπληστος, Σοφ. Ἀντιγ. 1055, Ἀποσπ. 512, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 10, κλπ.· ὑπερθ. φιλαργυρώτατος Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 4· ― τὸ φιλάργυρον = φιλαργυρία, Πλάτ. Πολ. 347Β. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 320.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime l’argent, avare.
Étymologie: φίλος, ἄργυρος.