ἀνθυπείκω: Difference between revisions

From LSJ

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνθυπείκω''': μέλλ. -ξω, [[ὑπείκω]] ἐν τῷ μέρει μου, τὰς γνώμας σφῶν ἀκριβῶς εἰδότες... ἀνθυπεῖξάν τινα ἀλλήλοις συμβιβαζόμενοι, ἀμοιβαίως ὑπεχώρησαν πρὸς ἀλλήλους εἴς τινα ζητήματα, Πλουτ. Κορ. 18, κτλ.
|lstext='''ἀνθυπείκω''': μέλλ. -ξω, [[ὑπείκω]] ἐν τῷ μέρει μου, τὰς γνώμας σφῶν ἀκριβῶς εἰδότες... ἀνθυπεῖξάν τινα ἀλλήλοις συμβιβαζόμενοι, ἀμοιβαίως ὑπεχώρησαν πρὸς ἀλλήλους εἴς τινα ζητήματα, Πλουτ. Κορ. 18, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=céder à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὑπείκω]].
}}
}}

Revision as of 19:37, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθυπείκω Medium diacritics: ἀνθυπείκω Low diacritics: ανθυπείκω Capitals: ΑΝΘΥΠΕΙΚΩ
Transliteration A: anthypeíkō Transliteration B: anthypeikō Transliteration C: anthypeiko Beta Code: a)nqupei/kw

English (LSJ)

   A yield in turn or mutually, τινί Plu.Cor.18, D.C.45.8.

German (Pape)

[Seite 235] gegenseitig nachgeben, Plut. frat. am. 17 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθυπείκω: μέλλ. -ξω, ὑπείκω ἐν τῷ μέρει μου, τὰς γνώμας σφῶν ἀκριβῶς εἰδότες... ἀνθυπεῖξάν τινα ἀλλήλοις συμβιβαζόμενοι, ἀμοιβαίως ὑπεχώρησαν πρὸς ἀλλήλους εἴς τινα ζητήματα, Πλουτ. Κορ. 18, κτλ.

French (Bailly abrégé)

céder à son tour.
Étymologie: ἀντί, ὑπείκω.