κτηνηδόν: Difference between revisions
From LSJ
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κτηνηδόν''': Ἐπίρρ. ([[κτῆνος]]) δίκην κτήνους, ὡς [[κτῆνος]], κτηνηδὸν μισγόμενοι Ἡρόδ. 4. 180. | |lstext='''κτηνηδόν''': Ἐπίρρ. ([[κτῆνος]]) δίκην κτήνους, ὡς [[κτῆνος]], κτηνηδὸν μισγόμενοι Ἡρόδ. 4. 180. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />comme les bestiaux.<br />'''Étymologie:''' [[κτῆνος]], -δον. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv., (κτῆνος)
A like beasts, Hdt.4.180.
German (Pape)
[Seite 1519] nach Art des Viehes, μισγόμενοι, Her. 4, 180.
Greek (Liddell-Scott)
κτηνηδόν: Ἐπίρρ. (κτῆνος) δίκην κτήνους, ὡς κτῆνος, κτηνηδὸν μισγόμενοι Ἡρόδ. 4. 180.
French (Bailly abrégé)
adv.
comme les bestiaux.
Étymologie: κτῆνος, -δον.