πέρνα: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέρνα''': -ης, -ἡ, σχελὶς [[ὁλόκνημος]], «χοιρομέρι», perna, Στράβ. 162, Ἀθήν. 657Ε· [[ὡσαύτως]], πέρνη, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 33. Πρβλ. [[πτέρνα]]. | |lstext='''πέρνα''': -ης, -ἡ, σχελὶς [[ὁλόκνημος]], «χοιρομέρι», perna, Στράβ. 162, Ἀθήν. 657Ε· [[ὡσαύτως]], πέρνη, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 33. Πρβλ. [[πτέρνα]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>= lat.</i> perna, « jambon ». | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
(late Ep. πτέρνα Batr.37 (s. v. l.)), ης, ἡ,
A ham, Str.3.4.11, Poll.2.193 (πτέρνα codd.), PSI6.683.33 (ii A. D.), Ath. 14.657e, Edict. Diocl.Aeg.4.8 :—also πέρνη, Hdn.Gr.2.939 (fort.πέρνη). (Borrowed from Lat. perna.)
German (Pape)
[Seite 602] ἡ, der Schinken, lat. perna, Strab., hängt mit πτέρνα zusammen; vgl. Poll. 2, 193.
Greek (Liddell-Scott)
πέρνα: -ης, -ἡ, σχελὶς ὁλόκνημος, «χοιρομέρι», perna, Στράβ. 162, Ἀθήν. 657Ε· ὡσαύτως, πέρνη, Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 33. Πρβλ. πτέρνα.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
= lat. perna, « jambon ».