σύμπλοος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, ουν· ([[πλέω]])· ― ὁ [[ὁμοῦ]] μετά τινος [[πλέων]] ἔν τινι πλοίῳ, Ἡρόδ. 2. 115., 3. 41· τινι Εὐρ. Ἑλ. 1207, Ἀντιφῶν 132. 2, κτλ.· ξύμπλοι ἢ ξυστρατιῶται Πλάτ. Πολ. 556C· ― ποιητ· ἐπὶ πλοίων, [[ναῦς]] σ. εἰς ἄγρην Ἀνθ. Π. 7. 381, πρβλ. 585. 2) μεταφ., [[μέτοχος]] ἢ [[σύντροφος]] εἴς τι, ξύμπλουν ἐμαυτὴν τοῦ πάθους ποιουμένη Σοφ. Ἀντ. 541.
|lstext='''σύμπλοος''': -ον, συνῃρ. -πλους, ουν· ([[πλέω]])· ― ὁ [[ὁμοῦ]] μετά τινος [[πλέων]] ἔν τινι πλοίῳ, Ἡρόδ. 2. 115., 3. 41· τινι Εὐρ. Ἑλ. 1207, Ἀντιφῶν 132. 2, κτλ.· ξύμπλοι ἢ ξυστρατιῶται Πλάτ. Πολ. 556C· ― ποιητ· ἐπὶ πλοίων, [[ναῦς]] σ. εἰς ἄγρην Ἀνθ. Π. 7. 381, πρβλ. 585. 2) μεταφ., [[μέτοχος]] ἢ [[σύντροφος]] εἴς τι, ξύμπλουν ἐμαυτὴν τοῦ πάθους ποιουμένη Σοφ. Ἀντ. 541.
}}
{{bailly
|btext=οος, οον;<br />qui navigue ensemble ; ὁ [[σύμπλους]] compagnon de traversée ; <i>p. ext.</i> compagnon qui s’associe à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[συμπλέω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπλοος Medium diacritics: σύμπλοος Low diacritics: σύμπλοος Capitals: ΣΥΜΠΛΟΟΣ
Transliteration A: sýmploos Transliteration B: symploos Transliteration C: symploos Beta Code: su/mploos

English (LSJ)

ον, contr. σύμπλους, ουν, (πλέω)

   A sailing with one in a ship, shipmate, Hdt.2.115, 3.41, Ephor.27J., Plu.2.148a; τινι E.Hel. 1207, Antipho 5.21, etc.; σύμπλοι ἢ συστρατιῶται Pl.R.556c; poet. of ships, ναῦς σ. εἰς ἄγρην AP7.381 (Etrusc.), cf. 585 (Jul.).    2 metaph., partner or comrade in a thing, πάθους S.Ant.541.

German (Pape)

[Seite 988] zsgzgn σύμπλους, mit zu Schiffe fahrend, Schiffsgenosse; Her. 2, 115. 3, 41; Antiphil. 5, 21; ἢ ξύμπλοι γιγνόμενοι ἢ ξυστρατιῶται Plat. Rep. VIII, 556 c; Xen. Mem. 2, 2, 12 u. A. – Uebertr., Gefährte, Theilnehmer, ξύμπλουν ἐμαυτὴν τοῦ πάθους ποιουμένη Soph. Ant. 537, u. Eur.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπλοος: -ον, συνῃρ. -πλους, ουν· (πλέω)· ― ὁ ὁμοῦ μετά τινος πλέων ἔν τινι πλοίῳ, Ἡρόδ. 2. 115., 3. 41· τινι Εὐρ. Ἑλ. 1207, Ἀντιφῶν 132. 2, κτλ.· ξύμπλοι ἢ ξυστρατιῶται Πλάτ. Πολ. 556C· ― ποιητ· ἐπὶ πλοίων, ναῦς σ. εἰς ἄγρην Ἀνθ. Π. 7. 381, πρβλ. 585. 2) μεταφ., μέτοχοςσύντροφος εἴς τι, ξύμπλουν ἐμαυτὴν τοῦ πάθους ποιουμένη Σοφ. Ἀντ. 541.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui navigue ensemble ; ὁ σύμπλους compagnon de traversée ; p. ext. compagnon qui s’associe à, gén..
Étymologie: συμπλέω.