ἀποχωρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποχωρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: -[[χωρίζω]] ἢ [[ἀποχωρίζω]] τὶ ἀπό τινος, τὸ [[χεῖρον]] ἀπὸ βελτίονος Πλάτ. Σοφ. 226D, πρβλ. Πολιτικ. 289C: - Παθ. ἀποχωρίζομαι ἀπό τινος, πυρὸς ὁ αὐτ. Τίμ. 59D· ἐξ ἰνῶν [[αἷμα]] ἀπ. [[αὐτόθι]] 84Α. 2) [[ἀποχωρίζω]], τίθημί τι [[χωρίς]], κατ’ ἰδίαν, ἀπομακρύνω τὸ ἕν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, ἀποχωρίσαι τάξεις Λυσ. 147.17· ἀπ. ὡς ἕν [[εἶδος]], [[χωρίζω]] καὶ [[κατατάσσω]] εἰς μίαν τάξιν, Πλάτ. Πολιτ. 262D.
|lstext='''ἀποχωρίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: -[[χωρίζω]] ἢ [[ἀποχωρίζω]] τὶ ἀπό τινος, τὸ [[χεῖρον]] ἀπὸ βελτίονος Πλάτ. Σοφ. 226D, πρβλ. Πολιτικ. 289C: - Παθ. ἀποχωρίζομαι ἀπό τινος, πυρὸς ὁ αὐτ. Τίμ. 59D· ἐξ ἰνῶν [[αἷμα]] ἀπ. [[αὐτόθι]] 84Α. 2) [[ἀποχωρίζω]], τίθημί τι [[χωρίς]], κατ’ ἰδίαν, ἀπομακρύνω τὸ ἕν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, ἀποχωρίσαι τάξεις Λυσ. 147.17· ἀπ. ὡς ἕν [[εἶδος]], [[χωρίζω]] καὶ [[κατατάσσω]] εἰς μίαν τάξιν, Πλάτ. Πολιτ. 262D.
}}
{{bailly
|btext=séparer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[χωρίζω]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχωρίζω Medium diacritics: ἀποχωρίζω Low diacritics: αποχωρίζω Capitals: ΑΠΟΧΩΡΙΖΩ
Transliteration A: apochōrízō Transliteration B: apochōrizō Transliteration C: apochorizo Beta Code: a)poxwri/zw

English (LSJ)

   A separate from, τὸ χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Pl.Sph.226d:—Pass., to be separated from, πυρός Id.Ti.59d; ἐξ ἰνῶν αἷμα ἀ. ib.84a.    2 separate, set apart, detach, Lys.16.16; ἀ. ὡς ἓν εἶδος separate and put into one class, Pl. Plt.262e; ἀπὸ βασιλικῆς τε καὶ πολιτικῆς πράξεως ib.289d.    3 Pass., to be vomited, Herod. Med. in Rh.Mus.58.99.

German (Pape)

[Seite 337] absondern, trennen, τὸ χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Plat. Soph. 226 d; αἷμα ἐξ ἰνῶν ἀποχωριζόμενον Tim. 84 a; τὰς τάξεις Lys. 16, 16, abtreten lassen, wegschicken.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχωρίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: -χωρίζωἀποχωρίζω τὶ ἀπό τινος, τὸ χεῖρον ἀπὸ βελτίονος Πλάτ. Σοφ. 226D, πρβλ. Πολιτικ. 289C: - Παθ. ἀποχωρίζομαι ἀπό τινος, πυρὸς ὁ αὐτ. Τίμ. 59D· ἐξ ἰνῶν αἷμα ἀπ. αὐτόθι 84Α. 2) ἀποχωρίζω, τίθημί τι χωρίς, κατ’ ἰδίαν, ἀπομακρύνω τὸ ἕν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, ἀποχωρίσαι τάξεις Λυσ. 147.17· ἀπ. ὡς ἕν εἶδος, χωρίζω καὶ κατατάσσω εἰς μίαν τάξιν, Πλάτ. Πολιτ. 262D.

French (Bailly abrégé)

séparer.
Étymologie: ἀπό, χωρίζω.