δειρή: Difference between revisions

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''δειρή''': ἡ, ὁ [[τράχηλος]], ὁ λαιμός, Ἰλ. Λ. 26, κτλ., Ἡρόδ. 1. 51· Ἀττ. [[δέρη]], ὃ ἴδε. 2) περιδέραιον, [[Πολυδ]]. Β΄, 235. ΙΙ. κατὰ πληθ. = [[δειράς]], Πίνδ. Ο. 3. 48., 9. 89. (Πρβλ. [[δειράς]]· ὁ Κουρτ. ὑποθέτει ὅτι ὁ [[τύπος]] [[δέρη]] ([[ὅπερ]] τηρεῖ τὸ η παρ’ Ἀττ.) καὶ τὸ Αἰολ. δέρρα, Λατ. dorsum, ὁδηγοῦσιν ἡμᾶς εἴς τινα ἀρχικὸν ἢ πρῶτον τύπον δέρσα).
|lstext='''δειρή''': ἡ, ὁ [[τράχηλος]], ὁ λαιμός, Ἰλ. Λ. 26, κτλ., Ἡρόδ. 1. 51· Ἀττ. [[δέρη]], ὃ ἴδε. 2) περιδέραιον, [[Πολυδ]]. Β΄, 235. ΙΙ. κατὰ πληθ. = [[δειράς]], Πίνδ. Ο. 3. 48., 9. 89. (Πρβλ. [[δειράς]]· ὁ Κουρτ. ὑποθέτει ὅτι ὁ [[τύπος]] [[δέρη]] ([[ὅπερ]] τηρεῖ τὸ η παρ’ Ἀττ.) καὶ τὸ Αἰολ. δέρρα, Λατ. dorsum, ὁδηγοῦσιν ἡμᾶς εἴς τινα ἀρχικὸν ἢ πρῶτον τύπον δέρσα).
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> cou;<br /><b>2</b> gorge.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δειράς]] et <i>lat.</i> dorsum.
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δειρή Medium diacritics: δειρή Low diacritics: δειρή Capitals: ΔΕΙΡΗ
Transliteration A: deirḗ Transliteration B: deirē Transliteration C: deiri Beta Code: deirh/

English (LSJ)

ἡ, Att. δέρη A.Ag.329,875, etc.; Aeol. δέρα Sapph.Supp. 23.16(v. infr.):—

   A neck, throat, Il.11.26, etc.; τὰ ἀπὸ τῆς δ. ornaments, Hdt.1.51.    2 collar, Poll.2.235.    II in pl., gully, glen, Pi.O. 3.27, 9.59: but in sg., = δειράς, prob. in Hermesian.7.54. (The original form is preserved in Arc. δερϝά BCH39.55 (Orchom.): Aeol. δέρρη is coined by EM262.57 as etym. of δέρρις: Hsch. has δέρα· ὑπερβολὴ ὄρους, οἱ δὲ τὰ σιμὰ τῶν ὀρῶν by confusion with δειράς. Κοίλᾳ δέρᾳ, place-name in Inscr.Olymp.46.30. Prob. from root of ζέρεθρον, βιβρώσκω.)

Greek (Liddell-Scott)

δειρή: ἡ, ὁ τράχηλος, ὁ λαιμός, Ἰλ. Λ. 26, κτλ., Ἡρόδ. 1. 51· Ἀττ. δέρη, ὃ ἴδε. 2) περιδέραιον, Πολυδ. Β΄, 235. ΙΙ. κατὰ πληθ. = δειράς, Πίνδ. Ο. 3. 48., 9. 89. (Πρβλ. δειράς· ὁ Κουρτ. ὑποθέτει ὅτι ὁ τύπος δέρη (ὅπερ τηρεῖ τὸ η παρ’ Ἀττ.) καὶ τὸ Αἰολ. δέρρα, Λατ. dorsum, ὁδηγοῦσιν ἡμᾶς εἴς τινα ἀρχικὸν ἢ πρῶτον τύπον δέρσα).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 cou;
2 gorge.
Étymologie: cf. δειράς et lat. dorsum.