εἱληθερής: Difference between revisions
From LSJ
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
(6_7) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἱληθερής''': -ές, (εἵλη, [[θέρω]]) θερμαινόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, [[θερμός]], Ἱππ. 471. 18, Γαλην. | |lstext='''εἱληθερής''': -ές, (εἵλη, [[θέρω]]) θερμαινόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, [[θερμός]], Ἱππ. 471. 18, Γαλην. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />chauffé au soleil.<br />'''Étymologie:''' [[εἵλη]], [[θέρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
ές, (εἵλη, θέρω)
A warmed by the sun: warm, Hp.Morb.2.30, Gal.11.389; cf. ἐλαθερής.
German (Pape)
[Seite 728] ές, von der Sonne gewärmt, gesonnt, Hippocr. u. a. Medic.
Greek (Liddell-Scott)
εἱληθερής: -ές, (εἵλη, θέρω) θερμαινόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, θερμός, Ἱππ. 471. 18, Γαλην.