φάττιον: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(6_22) |
(Bailly1_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φάττιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[φάττα]], Ἀριστοφ. Πλ. 1011, Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις ἢ Ὀβελιαφόροις» 1· ἴδε [[ὑποκορίζομαι]] Ι. 1. | |lstext='''φάττιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[φάττα]], Ἀριστοφ. Πλ. 1011, Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις ἢ Ὀβελιαφόροις» 1· ἴδε [[ὑποκορίζομαι]] Ι. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><i>dim. de</i> [[φάττα]], <i>terme de tendresse</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
τό, Dim. of
A φάττα. νηττάριον ἂν καὶ φ. ὑπεκορίζετο Ar.Pl. 1011, cf. Ephipp. 15.8.
Greek (Liddell-Scott)
φάττιον: τό, ὑποκορ. τοῦ φάττα, Ἀριστοφ. Πλ. 1011, Ἔφιππος ἐν «Ὁμοίοις ἢ Ὀβελιαφόροις» 1· ἴδε ὑποκορίζομαι Ι. 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
dim. de φάττα, terme de tendresse.