ὀρθοποδέω: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(6_1)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθοποδέω''': [[βαδίζω]] κατ’ εὐθεῖαν εἰς [[μέρος]] τι, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 496, 16: μεταφορ., [[βαδίζω]] τὴν ὀρθὴν ὁδόν, ἀλλ’ ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσι πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 14.
|lstext='''ὀρθοποδέω''': [[βαδίζω]] κατ’ εὐθεῖαν εἰς [[μέρος]] τι, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 496, 16: μεταφορ., [[βαδίζω]] τὴν ὀρθὴν ὁδόν, ἀλλ’ ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσι πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 14.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />aller droit sur ses jambes, aller droit son chemin.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρθόπους]].
}}
}}

Revision as of 19:38, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοποδέω Medium diacritics: ὀρθοποδέω Low diacritics: ορθοποδέω Capitals: ΟΡΘΟΠΟΔΕΩ
Transliteration A: orthopodéō Transliteration B: orthopodeō Transliteration C: orthopodeo Beta Code: o)rqopode/w

English (LSJ)

   A walk straight or uprightly, Ep.Gal.2.14.

German (Pape)

[Seite 375] grades Weges od. mit graden Füßen gehen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοποδέω: βαδίζω κατ’ εὐθεῖαν εἰς μέρος τι, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 496, 16: μεταφορ., βαδίζω τὴν ὀρθὴν ὁδόν, ἀλλ’ ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσι πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ εὐαγγελίου Ἐπιστ. πρ. Γαλάτ. β΄, 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aller droit sur ses jambes, aller droit son chemin.
Étymologie: ὀρθόπους.