ἔνδοθι: Difference between revisions
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔνδοθι''': Ἐπίρρ., [[ἐντός]], «μέσα», Λατ. intus, τὴν δ’ [[ἔνδοθι]] τέτμεν ἐοῦσαν Ὀδ. Ε. 58· τά τ’ [[ἔνδοθι]] καὶ τὰ θύρῃφιν Χ. 220· σὺ δ’ [[ἔνδοθι]] θυμὸν ἀμύξεις Ἰλ. Α. 243, κτλ.· σπάνιον παρ’ Ἀττ., [[ἔνδοθι]] μέν ἐστι Πρωταγόρας Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 10· πρβλ. Ποσείδιππον ἐν «Συντρόφοις» 2. 2) [[μετὰ]] γεν., ἐελμένοι ἔνδ. πύργων Ἰλ. Σ. 287· ἔνδ. νήσου Ἡσ. Ἀποσπ. 37. | |lstext='''ἔνδοθι''': Ἐπίρρ., [[ἐντός]], «μέσα», Λατ. intus, τὴν δ’ [[ἔνδοθι]] τέτμεν ἐοῦσαν Ὀδ. Ε. 58· τά τ’ [[ἔνδοθι]] καὶ τὰ θύρῃφιν Χ. 220· σὺ δ’ [[ἔνδοθι]] θυμὸν ἀμύξεις Ἰλ. Α. 243, κτλ.· σπάνιον παρ’ Ἀττ., [[ἔνδοθι]] μέν ἐστι Πρωταγόρας Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 10· πρβλ. Ποσείδιππον ἐν «Συντρόφοις» 2. 2) [[μετὰ]] γεν., ἐελμένοι ἔνδ. πύργων Ἰλ. Σ. 287· ἔνδ. νήσου Ἡσ. Ἀποσπ. 37. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />au dedans, à l’intérieur, <i>particul.</i> dans la maison ; avec le gén. : au dedans de.<br />'''Étymologie:''' [[ἔνδον]], -θι. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv.
A within, at home, Od.5.58; τά τ' ἔ. καὶ τὰ θύρηφι 22.220; σὺ δ' ἔ. θυμὸν ἀμύξεις Il.1.243, etc.; rare in Att., ἔ. μέν ἐστι Πρωταγόρας Eup.146a codd., cf. Posidipp.24. 2 c. gen., ἐελμένοι ἔ. πύργων Il.18.287; ἔ. νήσου Hes.Fr.76.4; οἴκου Id.Op.523.
German (Pape)
[Seite 835] drinnen, innerhalb; τά τ' ἔνδοθι καὶ τὰ θύρηφιν Od. 22, 220; σύ δ' ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις, das Herz im Leibe, Il. 1, 243; oft ἔνδοθι θυμός; daheim, im Hause, 6, 498; ἔνδοθι πύργων 18, 287; νήσου Pind. N. 3, 21; a. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδοθι: Ἐπίρρ., ἐντός, «μέσα», Λατ. intus, τὴν δ’ ἔνδοθι τέτμεν ἐοῦσαν Ὀδ. Ε. 58· τά τ’ ἔνδοθι καὶ τὰ θύρῃφιν Χ. 220· σὺ δ’ ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις Ἰλ. Α. 243, κτλ.· σπάνιον παρ’ Ἀττ., ἔνδοθι μέν ἐστι Πρωταγόρας Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 10· πρβλ. Ποσείδιππον ἐν «Συντρόφοις» 2. 2) μετὰ γεν., ἐελμένοι ἔνδ. πύργων Ἰλ. Σ. 287· ἔνδ. νήσου Ἡσ. Ἀποσπ. 37.
French (Bailly abrégé)
adv.
au dedans, à l’intérieur, particul. dans la maison ; avec le gén. : au dedans de.
Étymologie: ἔνδον, -θι.