ἀκολάστημα: Difference between revisions
From LSJ
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκολάστημα''': -ατος, τό, [[πρᾶξις]] ἀκολασίας, Πλουτ. Κράσσ. 32., Μ. Ἀντ. 11. 20, Ὠριγ. | |lstext='''ἀκολάστημα''': -ατος, τό, [[πρᾶξις]] ἀκολασίας, Πλουτ. Κράσσ. 32., Μ. Ἀντ. 11. 20, Ὠριγ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br />action licencieuse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκολασταίνω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:38, 9 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A act of ἀκολασία, Plu.Crass.32, M.Ant. 11.20, Muson.Fr.4p.14H.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκολάστημα: -ατος, τό, πρᾶξις ἀκολασίας, Πλουτ. Κράσσ. 32., Μ. Ἀντ. 11. 20, Ὠριγ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action licencieuse.
Étymologie: ἀκολασταίνω.