ἐκτάδην: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(6_4)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτάδην''': ᾰ, ἐπίρρ. ([[ἐκτείνω]]) «[[ἐκτεταμένως]], ἡπλωμένως» Σουΐδ., τώδ’ [[ἐκτάδην]] σοι κεῖσθον ἀλλήλοιν [[πέλας]] (τὰ πτώματα τοῦ Ἐτεοκλέους καὶ Πολυνείκους) Εὐρ. Φοίν. 1698· ὁ μὲν ἔπινεν, ἐγὼ δὲ... [[ἐκτάδην]] ἐκείμην Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2.
|lstext='''ἐκτάδην''': ᾰ, ἐπίρρ. ([[ἐκτείνω]]) «[[ἐκτεταμένως]], ἡπλωμένως» Σουΐδ., τώδ’ [[ἐκτάδην]] σοι κεῖσθον ἀλλήλοιν [[πέλας]] (τὰ πτώματα τοῦ Ἐτεοκλέους καὶ Πολυνείκους) Εὐρ. Φοίν. 1698· ὁ μὲν ἔπινεν, ἐγὼ δὲ... [[ἐκτάδην]] ἐκείμην Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en long, tout du long.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκτείνω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτᾰδην Medium diacritics: ἐκτάδην Low diacritics: εκτάδην Capitals: ΕΚΤΑΔΗΝ
Transliteration A: ektádēn Transliteration B: ektadēn Transliteration C: ektadin Beta Code: e)kta/dhn

English (LSJ)

Adv., (ἐκτείνω)

   A outstretched, ἐ. κεῖσθαι lie outstretched, i.e. dead, E. Ph.1698, Luc.DMort.7.2.

German (Pape)

[Seite 779] ausgestreckt, κεῖσθαι, von Todten, Eur. Phoen. 1692; Alciphr.; von Trunkenen u. Schlafenden, Luc. D. Hort. 7, 2; Alciphr. 3, 55.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτάδην: ᾰ, ἐπίρρ. (ἐκτείνω) «ἐκτεταμένως, ἡπλωμένως» Σουΐδ., τώδ’ ἐκτάδην σοι κεῖσθον ἀλλήλοιν πέλας (τὰ πτώματα τοῦ Ἐτεοκλέους καὶ Πολυνείκους) Εὐρ. Φοίν. 1698· ὁ μὲν ἔπινεν, ἐγὼ δὲ... ἐκτάδην ἐκείμην Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
en long, tout du long.
Étymologie: ἐκτείνω.