ἱμεροθαλής: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱμεροθᾱλής''': -ές, ([[θάλλω]]) Δωρ. ἀντὶ τοῦ -θηλής, [[ἡδέως]] θάλλων, ἀνθῶν, ἔαρ Ἀνθ. Π. 9. 564· συνήθ. ἡμεροθ-.
|lstext='''ἱμεροθᾱλής''': -ές, ([[θάλλω]]) Δωρ. ἀντὶ τοῦ -θηλής, [[ἡδέως]] θάλλων, ἀνθῶν, ἔαρ Ἀνθ. Π. 9. 564· συνήθ. ἡμεροθ-.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />à la verdure riante.<br />'''Étymologie:''' [[ἵμερος]], [[θάλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμεροθᾱλής Medium diacritics: ἱμεροθαλής Low diacritics: ιμεροθαλής Capitals: ΙΜΕΡΟΘΑΛΗΣ
Transliteration A: himerothalḗs Transliteration B: himerothalēs Transliteration C: imerothalis Beta Code: i(meroqalh/s

English (LSJ)

ές, (θάλλω) Dor. for -θηλής,

   A sweetly blooming, ἔαρ AP9.564 (Nicias): vulg. ἡμεροθ-.

German (Pape)

[Seite 1253] ές, lieblich blühend, ἔαρ Nic. ep. 7 (IX, 564).

Greek (Liddell-Scott)

ἱμεροθᾱλής: -ές, (θάλλω) Δωρ. ἀντὶ τοῦ -θηλής, ἡδέως θάλλων, ἀνθῶν, ἔαρ Ἀνθ. Π. 9. 564· συνήθ. ἡμεροθ-.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à la verdure riante.
Étymologie: ἵμερος, θάλλω.