Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τύ: Difference between revisions

From LSJ

Δοῦλος γεγονὼς ἑτέρῳ <γε> δουλεύειν φοβοῦ → Servire in servitute servo alii time → Als Sklave wolle keinem Sklaven Sklave sein

Menander, Monostichoi, 138
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τύ''': Δωρικ. προσωπ. ἀντωνυμ. ὀνομαστ. τοῦ β΄ προσώπου σύ, Πινδ. Π. 2. 105, Ἀριστοφ. Ἀχ. 777. ΙΙ. Δωρ. αἰτ. τῆς αὐτῆς ἀντωνυμ. ἀντὶ σὲ (ὅτε καὶ [[εἶναι]] ἀεὶ ἐγκλιτικόν), [[αὐτόθι]] 730. 1225.
|lstext='''τύ''': Δωρικ. προσωπ. ἀντωνυμ. ὀνομαστ. τοῦ β΄ προσώπου σύ, Πινδ. Π. 2. 105, Ἀριστοφ. Ἀχ. 777. ΙΙ. Δωρ. αἰτ. τῆς αὐτῆς ἀντωνυμ. ἀντὶ σὲ (ὅτε καὶ [[εἶναι]] ἀεὶ ἐγκλιτικόν), [[αὐτόθι]] 730. 1225.
}}
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[σύ]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τύ Medium diacritics: τύ Low diacritics: τυ Capitals: ΤΥ
Transliteration A: Transliteration B: ty Transliteration C: ty Beta Code: tu/

English (LSJ)

τυ,

   A v. σύ.

German (Pape)

[Seite 1159] dor. statt σύ, Pind.; aber zugleich acc. statt σε, Ar. Ach. 730; dann aber immer enklitisch.

Greek (Liddell-Scott)

τύ: Δωρικ. προσωπ. ἀντωνυμ. ὀνομαστ. τοῦ β΄ προσώπου σύ, Πινδ. Π. 2. 105, Ἀριστοφ. Ἀχ. 777. ΙΙ. Δωρ. αἰτ. τῆς αὐτῆς ἀντωνυμ. ἀντὶ σὲ (ὅτε καὶ εἶναι ἀεὶ ἐγκλιτικόν), αὐτόθι 730. 1225.

French (Bailly abrégé)

dor. c. σύ.