λυκοδίωκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''λῠκοδίωκτος''': -ον, καταδιωχθεὶς ὑπὸ λύκου, [[δάμαλις]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 350 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ [[λευκόδικτος]]).
|lstext='''λῠκοδίωκτος''': -ον, καταδιωχθεὶς ὑπὸ λύκου, [[δάμαλις]] Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 350 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ [[λευκόδικτος]]).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />poursuivi par un loup.<br />'''Étymologie:''' [[λύκος]], [[διώκω]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκοδίωκτος Medium diacritics: λυκοδίωκτος Low diacritics: λυκοδίωκτος Capitals: ΛΥΚΟΔΙΩΚΤΟΣ
Transliteration A: lykodíōktos Transliteration B: lykodiōktos Transliteration C: lykodioktos Beta Code: lukodi/wktos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A wolf-chased, δάμαλις A.Supp.351 (lyr., restored by Herm. for λευκόδικτος).

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοδίωκτος: -ον, καταδιωχθεὶς ὑπὸ λύκου, δάμαλις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 350 (ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρμάνν. ἀντὶ λευκόδικτος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
poursuivi par un loup.
Étymologie: λύκος, διώκω.