ἀθυρόστομος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀθῠρόστομος''': -ον, = [[ἀθυρόγλωττος]], ἀθ. ἀχώ, ἀδιακόπως λαλαγοῦσα ἢ ἀντιλαλοῦσα ἠχώ, Σοφ. Φ. 188, πρβλ. [[ἄθυρος]], ΙΙ. Α. Β. 352.
|lstext='''ἀθῠρόστομος''': -ον, = [[ἀθυρόγλωττος]], ἀθ. ἀχώ, ἀδιακόπως λαλαγοῦσα ἢ ἀντιλαλοῦσα ἠχώ, Σοφ. Φ. 188, πρβλ. [[ἄθυρος]], ΙΙ. Α. Β. 352.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui bavarde sans retenue, indiscret.<br />'''Étymologie:''' [[ἄθυρος]], [[στόμα]].
}}
}}

Revision as of 19:39, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀθῠρόστομος Medium diacritics: ἀθυρόστομος Low diacritics: αθυρόστομος Capitals: ΑΘΥΡΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: athyróstomos Transliteration B: athyrostomos Transliteration C: athyrostomos Beta Code: a)quro/stomos

English (LSJ)

ον,

   A = ἀθυρόγλωττος, ἀ. Ἀχώ ever-babbling Echo, S.Ph.188 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀθῠρόστομος: -ον, = ἀθυρόγλωττος, ἀθ. ἀχώ, ἀδιακόπως λαλαγοῦσα ἢ ἀντιλαλοῦσα ἠχώ, Σοφ. Φ. 188, πρβλ. ἄθυρος, ΙΙ. Α. Β. 352.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui bavarde sans retenue, indiscret.
Étymologie: ἄθυρος, στόμα.