αἰολόμητις: Difference between revisions
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰολόμητις''': -ιος, ὁ, ἡ, = [[πλήρης]] ποικίλων [[δόλων]], ὡς τὸ [[αἰολόβουλος]], Ἡσ. Θ. 511, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1037· [[ὡσαύτως]] καὶ αἰολομήτης, ου, ὁ, Ἡσ. Ἀποσπ. 28. | |lstext='''αἰολόμητις''': -ιος, ὁ, ἡ, = [[πλήρης]] ποικίλων [[δόλων]], ὡς τὸ [[αἰολόβουλος]], Ἡσ. Θ. 511, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1037· [[ὡσαύτως]] καὶ αἰολομήτης, ου, ὁ, Ἡσ. Ἀποσπ. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιος (ὁ, ἡ)<br />fertile en ruses.<br />'''Étymologie:''' [[αἰόλος]], [[μῆτις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ιος, ὁ, ἡ,
A full of various wiles, like αἰολόβουλος, Hes.Th.511, A.Supp.1036 (lyr.); also αἰολο-μήτης, ου, ὁ, Hes.Fr.7 (s.v.l.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰολόμητις: -ιος, ὁ, ἡ, = πλήρης ποικίλων δόλων, ὡς τὸ αἰολόβουλος, Ἡσ. Θ. 511, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1037· ὡσαύτως καὶ αἰολομήτης, ου, ὁ, Ἡσ. Ἀποσπ. 28.