ἀκαλήφη: Difference between revisions
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκᾰλήφη''': ἡ, [[κνίδη]], τσουκνίδα, Λατ. urtica, Ἀριστοφ. Λυσ. 549, κτλ.: μεταφ., ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀκ. ἀφελέσθαι, ὁ αὐτ. Σφῆκ. 884. ΙΙ. [[εἶδος]] θαλασσίου μαλακίου, τὸ ὁποῖον ἐν τῇ ἐπαφῇ προξενεῖ δριμὺν κνησμὸν ὡς ἡ [[κνίδη]], urtica marina, ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἀκτινωτῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 6, 6., 8. 1, 7, καὶ ἀλλ. | |lstext='''ἀκᾰλήφη''': ἡ, [[κνίδη]], τσουκνίδα, Λατ. urtica, Ἀριστοφ. Λυσ. 549, κτλ.: μεταφ., ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀκ. ἀφελέσθαι, ὁ αὐτ. Σφῆκ. 884. ΙΙ. [[εἶδος]] θαλασσίου μαλακίου, τὸ ὁποῖον ἐν τῇ ἐπαφῇ προξενεῖ δριμὺν κνησμὸν ὡς ἡ [[κνίδη]], urtica marina, ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἀκτινωτῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 6, 6., 8. 1, 7, καὶ ἀλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> ortie, <i>plante ; fig.</i> piquant, aiguillon;<br /><b>2</b> ortie de mer (ascidia L.), <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. inconnue. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
(
A ἀκαλύφη Thphr.HP7.7.2 codd.), ἡ, stinging-nettle, Dsc.4.93, etc.: metaph., ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀ. ἀφελέσθαι Ar.V.884, cf. Anon. ap. Chrysipp.Stoic.3.178. II sea-anemone, so called from its stinging properties, Eup.60, Pherecr.24, Ar.Lys.549 (cf. Sch.), Arist.HA531a31, 588b20, Plu.2.670d.
German (Pape)
[Seite 67] ἡ, 1) Nessel (οὐ καλὴν ἁφὴν ἔχουσα), Ar. Eq. 420; vgl. bei Ath. II, 62 e; komisch Ar. Vesp. 884 τῆς ὀργῆς τήν ἀκ. ἀφελέσθαι, die Brennessel des Zorns; Lys. 549 μητριδίων ἀκαληφῶν, von alten Frauen, Schol. δριμυτάτων. Vgl. κνίδη. – 2) eine Meerqualle (ascidia, Linn.), Arist. H. A. 4, 6; Athen. III, 90 b, wo Philippd. com. ὄστρει', ἀκαλήφας καὶ λεπάδας παρέθηκέ μοι vrbdt. Hieher läßt sich auch Ar. Lys. 549, wegen des dabeistehenden τήθεα, ziehen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰλήφη: ἡ, κνίδη, τσουκνίδα, Λατ. urtica, Ἀριστοφ. Λυσ. 549, κτλ.: μεταφ., ἀπὸ τῆς ὀργῆς τὴν ἀκ. ἀφελέσθαι, ὁ αὐτ. Σφῆκ. 884. ΙΙ. εἶδος θαλασσίου μαλακίου, τὸ ὁποῖον ἐν τῇ ἐπαφῇ προξενεῖ δριμὺν κνησμὸν ὡς ἡ κνίδη, urtica marina, ἐκ τοῦ εἴδους τῶν ἀκτινωτῶν, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 6, 6., 8. 1, 7, καὶ ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 ortie, plante ; fig. piquant, aiguillon;
2 ortie de mer (ascidia L.), poisson.
Étymologie: DELG étym. inconnue.