αἰσχρότης: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''αἰσχρότης''': -ητος, ἡ, ἀσχήμια, [[δυσμορφία]], Λατ. turpitudo, Πλατ. Γοργ. 525Α. ΙΙ. [[ἀσχημοσύνη]], [[ἀσέλγεια]], κατ’ εὐφημισμόν, Λατιν. fellatio, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1308. - Παρὰ Τζέτζ. αἰσχροσύνη, ἡ. | |lstext='''αἰσχρότης''': -ητος, ἡ, ἀσχήμια, [[δυσμορφία]], Λατ. turpitudo, Πλατ. Γοργ. 525Α. ΙΙ. [[ἀσχημοσύνη]], [[ἀσέλγεια]], κατ’ εὐφημισμόν, Λατιν. fellatio, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1308. - Παρὰ Τζέτζ. αἰσχροσύνη, ἡ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ητος (ἡ) :<br />laideur, difformité.<br />'''Étymologie:''' [[αἰσχρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A ugliness, deformity, Pl. Grg.525a. II filthy conduct, Ep.Eph.5.4; euphem. for fellatio, Sch.Ar.Ra.1308 :— αἰσχροσύνη, ἡ, Tz.H.11.229.
Greek (Liddell-Scott)
αἰσχρότης: -ητος, ἡ, ἀσχήμια, δυσμορφία, Λατ. turpitudo, Πλατ. Γοργ. 525Α. ΙΙ. ἀσχημοσύνη, ἀσέλγεια, κατ’ εὐφημισμόν, Λατιν. fellatio, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1308. - Παρὰ Τζέτζ. αἰσχροσύνη, ἡ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
laideur, difformité.
Étymologie: αἰσχρός.