ἀκριβολογητέον: Difference between revisions
From LSJ
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(6_20) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκριβολογητέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις μετ’ ἀκριβείας νὰ σταθμίσῃ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1. 10. | |lstext='''ἀκριβολογητέον''': ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις μετ’ ἀκριβείας νὰ σταθμίσῃ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adj. verb. de</i> [[ἀκριβολογέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 9 August 2017
English (LSJ)
A one must require precision, Arist.Rh.1404a37, Antyll. ap. Orib.45.16.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκριβολογητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις μετ’ ἀκριβείας νὰ σταθμίσῃ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1. 10.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἀκριβολογέομαι.